Γράφει ο Νίκος Βότσιος

Τα γεγονότα της εβδομάδας που πέρασε μας σόκαραν όλους. Αστυνομικοί κάνοντας  κατάχρηση εξουσίας και η ακραία αντίδραση ορισμένων που ισοπέδωσαν πολλούς δήμους ως αντίποινα χαράχθηκαν ως εικόνες στο μυαλό μας, ιδίως σε μια περίοδο πολύ δύσκολη για όλους, τόσο σε επίπεδο πανδημίας, όσο σε επίπεδο της βίας που συζητιόταν από πριν. Μολαταύτα δεν έλειψε και η παραλίγο δολοφονία ενός αθώου αστυνομικού για λογαριασμό της αυθαιρεσίας του συναδέλφου του.

Τα σκηνικά αυτά μας είναι λίγο πολύ γνωστά. Αυτό που στα δικά μας μέρη δεν είναι γνωστό και δεν έχουμε ζήσει κάτι ανάλογο, είναι η περιπέτεια ενός απλού πολίτη (ακούγεται πως είναι αγιογράφος, αν και η ταυτότητα παραμένει άγνωστη), ο οποίος έτυχε διερχόμενος από τη Νέα Σμύρνη το μεσημέρι, πριν τα επεισόδια.

Οι σκηνές που θα περιγραφούν είναι από βίντεο του facebook, που τράβηξαν ως παράσημο της δράσης τους οι «μάγκες», οι «επαναστάτες». Στο εν λόγω βίντεο μια πολυάριθμη ομάδα νεαρών κλείνει το δρόμο με το ίδιο τους το σώμα και αναγκάζουν ένα μικρό μηχανάκι να σταματήσει για έλεγχο. Όσο οι άνδρες «νέας κοπής» απειλούνε τον άνθρωπο, δύο νεαρές κοπέλες, αρπάζουν μια αγιογραφία της Παναγίας που είχε σε τελάρο (και πιθανώς μετέφερε σε κάποιο πελάτη ή στο σπίτι του), τη σκίζουν, και την πετούν σε κομμάτια στο δρόμο. Ο άνθρωπος αυτός, υπομένοντας το μαρτύριο του εξευτελισμού της πίστης, της εργασίας και της προσωπικότητας του, μαζεύει τα κομμάτια της αγιογραφίας από το οδόστρωμα και προσπαθεί να ξεκινήσει. Το κάνουν ξανά! Τα σκίζουν ακόμη περισσότερο, τα πετάνε και συνεχίζουν να γελάνε για τη «μεγάλη νίκη» που κατάφεραν. Και όλα αυτά τα κατέγραφαν. Για τη νίκη τους κατά της έννομης τάξης, για την ωμή παραβίαση κάθε δικαιώματος που μπορεί να είχε αυτός ο άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που δεν έφταιξε σε τίποτα και ένας άνθρωπος που φαινόταν τρομαγμένος και στεναχωρημένος όσο προσπαθούσε να ελευθερωθεί από το δημόσιο θέατρο που είχαν στήσει οι κατά τα άλλα υποστηρικτές της «ελευθερίας». Αυτά φέρνει το τυφλό μίσος.

Υπάρχουν δύο περιπτώσεις για τον άνθρωπο αυτόν, να είχε αγοράσει το έργο ως θρησκευόμενος και να το μεταφέρει σπίτι του. Από συμπόνια και μόνο, ο κάθε δημιουργός θα του έδινε ένα νέο, γιατί εκεί βρίσκεται η πραγματική αλληλεγγύη και όχι στα σπασμένα πεζοδρόμια με σκοπό να γίνουν πολεμοφόδια απέναντι στο αστικό κράτος.

Στην άλλη περίπτωση πρόκειται για έναν μεροκαματιάρη άνθρωπο που επειδή έμεινε χωρίς το έργο του, ο πελάτης μπορεί να μη θελήσει νέο ακόμη και αν ο δημιουργός είναι διατεθειμένος να κοπιάσει περισσότερο. Το παιδί αυτού του ανθρώπου, ειδικά σε συνθήκες καραντίνας, ποιος θα του πληρώσει φροντιστήρια, φαγητά, λογαριασμούς; Οι επαναστάτες; Από αυτούς έχουμε χορτάσει σε αυτή τη χώρα. Έχουνε κάνει επάγγελμα το μίσος και καριέρα το ότι καταστρεπτικό: Ναρκωτικά, παρανομία, βία και ασέβεια. Και το τελευταίο είναι το χειρότερο γιατί δεν απευθύνεται στο απρόσωπο κράτος, αλλά στην ίδια την κοινωνία για την οποία υποτίθεται ότι παλεύουν, στον κόπο, τον πόνο, τις ευαισθησίες και τις δυσκολίες του άλλου. Οι άνθρωποι αυτοί είναι τυφλοί από το μίσος, μάλλον όχι επειδή δυσκολεύτηκαν και πολύ, καθώς κάθε άνθρωπος που έχει μοχθήσει στη ζωή του τείνει να σέβεται τον κόπο του άλλου, και ας μην είναι δικός του. Είναι τυφλοί από μίσος, μάλλον γιατί τα είχαν όλα εύκολα. Γι’ αυτό κάποτε, δεν ήταν πραγματικά «ντροπή» η εργασία που τόσο ευαγγελίζονται οι «μαχητές του δρόμου». Αργία μήτηρ πάσης κακίας, λέγανε οι παλιοί. Και έχουμε χορτάσει πια από χορτάτους που ξέμειναν από θέματα να διαμαρτύρονται και ψάχνουν να βρουν άλλα. Όλοι πλέον έχουμε κουραστεί. Η κοινωνία δεν επικροτεί όλο αυτό το μπάχαλο, ένθεν κακείθεν. Ελπίζω απλώς το θέμα όσο απασχολεί εμάς, να απασχολεί και τους γονείς αυτών των παιδιών.

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Πρωινός Λόγος” στις 12/3/2021