Τα πρόσφατα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Νέα Σμύρνη προκαλούν έντονο προβληματισμό σε σχέση με πολλά ζητήματα. Αρχικά, στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε η κοινή γνώμη τα όσα διαδραματίστηκαν εκεί και έπειτα οι λοιποί δρώντες. Σε περιστατικά τέτοιου είδους, τα οποία λαμβάνουν ισχυρή δυναμική και ένταση, είναι προτιμότερο να παραμένει κανείς σιωπηρός έως ότου αποκλιμακωθεί η κατάσταση και έπειτα να μιλήσει, να σχολιάσει, ενδεχομένως και να πράξει καθώς την ώρα της λαίλαπας η ανθρώπινη κρίση θολώνει, με αποτέλεσμα η οιαδήποτε τοποθέτηση να ενισχύει την ένταση επηρεασμένη από το γενικότερο οξυμένο περιβάλλον. Στην κλιμάκωση της έντασης έπαιξαν ρόλο πρωτίστως οι πρωταγωνιστές των συμβάντων, παρόντες στο πεδίο και μη, παρόλα αυτά η αναπόφευκτη μεταφορά της έντασης στην κοινή γνώμη κατέδειξε κάτι ουσιαστικόστην διαχείριση τέτοιων περιστάσεων.
Παρατηρώντας αναρτήσεις και σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αρκετοί ανέβαζαν βίντεο με τον ξυλοδαρμό του άτυχου πολίτη από τον αστυνομικό, υβρίζοντας την άμεση δράση και μία άλλη μερίδα ανθρώπων, κατά την διάρκεια των επεισοδίων στη Νέα Σμύρνη, την εικόνα του αιμόφυρτου αστυνομικού ζητώντας δικαιοσύνη και για εκείνον. Ωστόσο, εκείνο που μου έκανε εντύπωση, ήταν ότι υπήρξαν άνθρωποι και τολμώ να πω η πλειοψηφία που εξέφρασε την απέχθεια της για την βία που χρησιμοποιήθηκε εκατέρωθεν. Ωστόσο, αντί να δοθεί σημασία στους τελευταίους, οι οποίοι προσπάθησαν να στείλουν ένα διαφορετικό μήνυμα, τόσο το κράτος μέσω του δικού του οπλοστασίου όσο και ένα κομμάτι των διαδηλωτών με τα δικά τους μέσα, αγνόησαν τους ανθρώπους που καταδίκασαν την βία από όπου και αν προέρχεται, δηλαδή ένα κομμάτι του ελληνικού λαού που δεν επιθυμεί την βία.
Αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία, καθώς αντί να εξεταστεί το αίτημα αυτών των ανθρώπων κυριαρχεί ένα πίνγκ-πόνγκ ευθυνών σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο για το ποιος χρησιμοποίησε πρώτος βία, ποιος υποδαυλίζει την βία, ποιος είναι πιο ισχυρός συγκρίνοντας τα όπλα που διαθέτει ο καθένας. Η ουσία, λοιπόν, έχει χαθεί και μόνο που μπαίνουμε στην διαδικασία να κάνουμε αυτή την συζήτηση, γιατί η ουσία είναι η καταδίκη της βίας από όπου και αν προέρχεται. Η προηγούμενη φράση δεν είναι υποκριτική, είναι καθόλα ουσιαστική και δεν δηλώνει ούτε θρασυδειλία, ούτε φόβο, αντίθετα δηλώνει την ύπαρξη παιδείας.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η ενέργεια στην οποία προέβη ο αστυνομικός στην Νέα Σμύρνη είναι απολύτως καταδικαστέα, γιατί γίνεται κατάχρηση του μονοπωλίου της νόμιμης βίας που διαθέτει το κράτος. Ακόμη και αν η άσκηση των καθηκόντων των αστυνομικών έγκειται στην ατομική τους ευθύνη και συνείδηση πέρα των κρατικών εντολών, το κράτος ευθύνεται για την καλύτερη θέσπιση κριτηρίων πρόσληψης των αστυνομικών και για την βελτίωση της διαδικασίας αυτής. Συγκεκριμένα, δεν είναι αναγκαίο να γίνονται μαζικές προσλήψεις αστυνομικών κατά χιλιάδες, καθώς προέχει η έμφαση στην εξέταση των αστυνομικών με την κατάλληλη διενέργεια τεστ πριν προσληφθούν, προκειμένου να κριθούν κατάλληλοι σωματικά και ψυχο-πνευματικά για να υπηρετήσουν στο σώμα. Επιπλέον, ο έλεγχος είναι απαραίτητος και στην περίοδο κατά την οποία εργάζονται στην αστυνομία, με την έννοια ότι εκτός των αξιολογήσεων αναφορικά με τις επιδόσεις τις επιχειρησιακές, χρειάζεται ο διαρκής ψυχικός έλεγχος για να διασφαλιστεί η πνευματική υγεία των αστυνομικών.
Σε σχέση με τον ανθυπαστυνόμο της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. που έλαβε μέρος στον ξυλοδαρμό του νεαρού στη Νέα Σμύρνη το κράτος έπραξε τα δέοντα καθώς τον έθεσε σε διαθεσιμότητα. Ωστόσο, καλύτερο είναι το προλαμβάνειν από το θεραπεύειν για να μην υπάρξουν άλλες αντίστοιχες συμπεριφορές.Επιπρόσθετα, αξίζει να τονιστεί πως βιώνουμε μία κατάσταση υγειονομικής κρίσης και η περιστολή των δικαιωμάτων που υφιστάμεθα γίνεται στο όνομα της κατάστασης πολιορκίας που προβλέπει το Σύνταγμα, όπως σε όλα τα Συντάγματα που εφαρμόζονται σε ένα Κράτος Δικαίου. Σε αυτή την ανορθόδοξη κατάσταση, λοιπόν, ο όρος «ασφάλεια» τείνει να είναι εύθραυστός αναφορικά με το περιεχόμενό του.
Η κυβέρνηση κινδυνεύει να εμπεδώσει στο υποσυνείδητο του ελληνικού λαού ότι η ασφάλεια εντός της κοινωνίας ταυτίζεται αποκλειστικά και μόνο με την καταστολή και την αστυνομία, καθώς σε οποιοδήποτε περιστατικό με το οποίο τίθεται σε κίνδυνο η δημόσια υγεία το κράτος εφαρμόζει σκληρή καταστολή. Η εφαρμογή συνεχούς καταστολής, με το επιχείρημα της επικράτησης του νόμου και της τάξης, οδηγεί στην αποσάθρωση της κοινωνικής συνοχής, γιατί τροφοδοτείται έτι περαιτέρω η αντίδραση. Το μονοπώλιο της νόμιμης βίας, που εφαρμόζεται μέσω της καταστολής, σε ένα φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος είναι αναγκαίο για την επικράτηση της ασφάλειας, αλλά αυτός είναι ο ένας πυλώνας της ασφάλειας. Ο άλλος πυλώνας είναι η κοινωνική διάσταση της, στην οποία καλό θα ήταν να δοθεί έμφαση από την κυβέρνηση, με την έννοια της δημιουργίας ενός ευέλικτου πλαισίου δράσης των ατόμων εντός της συγκεκριμένης έκτακτης κατάστασης, προκειμένου να διαφυλαχθεί η κοινωνική συνοχή. Επί της ουσίας, να διαμορφωθεί μία ισορροπία δυνάμεων καθώς, αφού έχουν ήδη περισταλεί ορισμένα δικαιώματα βάσει του Συντάγματος, ταυτόχρονα να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την προστασία τους, με σκοπό να υποστηρίζεται ο πολίτης αποτελεσματικότερα, ώστε να μην γίνεται κατάχρηση αυτής της στέρησης, η οποία υπαγορεύτηκε λόγω της πανδημίας.
Έπειτα από το συμβάν με τον αστυνομικό, λίγες ημέρες μετά ακολούθησε στη Νέα Σμύρνη συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά της αστυνομικής βίας, της οποίας την κατάληξη την είδαμε όλοι. Θα μου πεις από την αστυνομία ξεκίνησαν όλα, αν δεν γινόταν το περιστατικό λίγες ημέρες πριν, δεν θα υπήρχε η συγκέντρωση κοκ. Είναι ένα καλό επιχείρημα το προηγούμενο, ωστόσο σε μία περίοδο που υπάρχει έντονη κόπωση των πολιτών με τον εγκλεισμό, σκηνές συνωστισμού, έστω και με αυτό τον τρόπο, σίγουρα δεν ενθαρρύνουν πολίτες να συμβάλλουν στον αγώνα που καταβάλλει ο καθένας ξεχωριστά για την προστασία της δημόσιας υγείας. Βέβαια κατά καιρούς και η πολιτική ηγεσία έχει προβεί σε παρόμοια λάθη, βλέπε την επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Ικαρία.
Παρόλα αυτά εστιάζω στην κατάληξη της διαδήλωσης που κατέδειξε τον διχασμό στον οποίο βρίσκεται η ελληνική κοινωνία, διχασμός που τροφοδοτήθηκε και από το πολιτικό σύστημα αφού τόσο η κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση ανέβασαν το πολιτικό θερμόμετρο σε σημείο που να ξεφύγει κάθε έλεγχος. Οι μεν πρώτοι εμμένοντας στην σκληρή καταστολή σε κάθε είδους περιστατικό συνωστισμού οι δε δεύτεροι στηρίζοντας και ενθαρρύνοντας τις διαδηλώσεις και άρα τον συνωστισμό. Τέλος πάντων, κατά την διαμαρτυρίασυνέβη η παρείσφρηση αναρχικών, αντιεξουσιαστικών ομάδων που αποπροσανατόλισαν εντελώς την πορεία και οδήγησαν σε αυξημένη ένταση σε σημείο ένας αστυνομικός να κοντέψει να χάσει την ζωή του. Με βάση τα παραπάνω, εάν και τα δύο μέρη θεωρούν ότι οι ενέργειες τους αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα του ελληνικού λαού υπάρχει σοβαρό πρόβλημα, γιατί η πλειονότητα καταδίκασε την βία από όπου και αν προέρχεται, οπότε είναι σαν να δηλώνει όχι στο διχασμό και όχι είτε στην κρατική είτε στην αντιεξουσιαστική βία. Η απάντηση στη βία είναι η παιδεία.
Η καταδίκη της βίας από όπου και αν προέρχεται σημαίνει ότι όπως τιμωρήθηκε ο αστυνομικός που προέβη στην αδικαιολόγητη βίαιη πράξη απέναντι στον συγκεκριμένο άνθρωπο στην Νέα Σμύρνη, έτσι πρέπει να τιμωρηθούν και οι ομάδες ανθρώπων που προκάλεσαν τα επεισόδια και τα άτομα που χτύπησαν τον αστυνομικό. Η ίδια βία είναι, το ίδιο αίμα τρέχει. Σε σχέση με την κυβέρνηση, στις επόμενες εκλογές καθένας που έχει δικαίωμα ψήφου μπορεί ελεύθερα να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα και να επιλέξει όποια κυβέρνηση εκείνος επιθυμεί. Άλλωστε η ψήφος είναι το πιο ειρηνικό μέσο διαμαρτυρίας και η φιλελεύθερη δημοκρατία δίνει αυτό το δικαίωμα, γιατί στη χούντα δεν θα υπήρχαν όχι μόνο πολιτικά δικαιώματα, ούτε εκλογές δεν θα γίνονταν.
Η ουσία του ζητήματος είναι ότι παραγκωνίστηκε ένα κομμάτι των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι αποδοκίμασαν την βία συνολικά, όπως προαναφέρθηκε και στην αρχή. Ο διχασμός και η πόλωση δεν έχουν θέση ειδικά στην σημερινή συγκυρία. Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο, εξ’ ου και ο τίτλος του συγκεκριμένου άρθρου, είναι πώς θα πορευθεί η Ελλάδα την επαύριο της πανδημίας, καθώς τα προβλήματα τα οποία θα έχει να αντιμετωπίσει η χώρα δεν θα επιλυθούν χωρίς κοινωνική συνοχή και εάν οι Έλληνες δεν είναι ενωμένοι. Ειδικά στην εξωτερική πολιτική με τους λεονταρισμούς του Ερντογάν και τις απειλές που εξαπολύει σε συνδυασμό με άλλα προβλήματα που διαπερνούν τις κρατικές πολιτικές και απαιτούν διεθνή συνεργασία για την διευθέτησή τους χρειάζεται οι Έλληνες πολίτες να είναι ενωμένοι. Το πολιτικό σύστημα οφείλει να δώσει το παράδειγμα και όχι να επενδύει στην όξυνση της έντασης, αυτά ανήκουν σε άλλες εποχές, προγενέστερες, ευτυχώς. Αν δεν αλλάξουμε πολιτικό πολιτισμό συνολικά ως χώρα δεν θα προχωρήσουμε μπροστά, αν και ένα μέρος των Ελλήνων δείχνει να αλλάζει πολιτική κουλτούρα με την αποδοκιμασία της βίας συνολικά και του διχασμού. Με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, λοιπόν, ζητείται ελπίς ώστε και η πολιτική στην Ελλάδα να κάνει το ίδιο πριν την προλάβει η κοινωνία, γιατί αλίμονοαν κανείς τρέχει πίσω από τις εξελίξεις…
Πολιτικός Επιστήμονας και Ιστορικός, Αρθρογράφος