Γράφει ο Παναγιώτης Καμπούρης

Μια φορά κι έναν καιρό η πανδημία του κορωνοϊού έπληξε τις ζωές μας. Όλα γύρω μας άλλαξαν και τίποτα πλέον δεν ήταν το ίδιο με πριν. Οι οικονομικές επιπτώσεις του κορωνοϊού άγγιξαν μέχρι και το ποδόσφαιρο. Κορυφαίοι σύλλογοι – κολοσσοί του αθλήματος – κατά τη διάρκεια των δεκαπέντε αυτών μηνών του lockdown ανακοίνωσαν ζημία μεγάλου κόστους, αναγκάζοντας τους να περικόψουν πολλά από τα έξοδα τους. Κυριότερο πλήγμα για το ποδόσφαιρο και κατ’ επέκταση για τις ομάδες η απουσία φιλάθλων από τα γήπεδα. Εκτός από την μοναδική και κάποιες φορές φαντασμαγορική ατμόσφαιρα που προσφέρουν οι οπαδοί στη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, αυτοί αποτελούν την βασική πηγή εσόδων των ομάδων, όσο μεγάλη περιουσία και αν διαθέτουν αυτές και οι διοικούντες τους.

Η European Super League – που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε και ως όνειρο θερινής νυκτός, άσχετα που έσκασε σαν βόμβα στα μέσα της άνοιξης – εκμεταλλεύτηκε τα οικονομικά προβλήματα που προκάλεσε η πανδημία στους συλλόγους και προσπάθησε να τινάξει στον αέρα το ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό οικοδόμημα. Δώδεκα ομάδες της ελίτ ανάμεσα τους η Ρεάλ, η Μπαρτσελόνα, η Λίβερπουλ και η Γιουνάιτεντ εμφανίστηκαν ως προπομποί του νέου πρωταθλήματος, αναζητώντας ένα καλύτερο οικονομικό μέλλον για εκείνες και υποσχόμενες μία ανταγωνιστικότερη και άρα πιο ποιοτική διοργάνωση. Υπολόγιζαν όμως χωρίς το ξενοδόχο που στη περίπτωση μας ήταν οι απανταχού φίλαθλοι των δώδεκα αυτών ομάδων. Οι οπαδοί είδαν τις διοικήσεις των ομάδων τους να μην υπολογίζουν τα αθλητικά ιδεώδη ούτε φυσικά τον υγιή ανταγωνισμό και να προχωρούν σε μία απόφαση που θα άλλαζε οριστικά το χάρτη του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, αγνοώντας τις αλυσιδωτές αντιδράσεις.

Βέβαια στην ελεύθερη αγορά που ζούμε, ο καθένας εργάζεται για την αύξηση του δικού του κέρδους. Ωστόσο αυτό πρέπει να συμβαίνει κάτω από κάποιους κανόνες και ηθικούς περιορισμούς. Αυτό δηλαδή που ο Άνταμ Σμιθ πρώτος είχε ονομάσει “αόρατο χέρι”. Στη προκειμένη περίπτωση όμως το αόρατο χέρι έγινε όντως αόρατο και για να το πούμε με ποδοσφαιρική ορολογία η μπάλα χάθηκε! Εκεί λοιπόν που η UEFA, η FIFA και οι εγχώριες ομοσπονδίες παγιδεύτηκαν στη δική τους πλάνη, καθώς όλα τα προηγούμενα χρόνια υιοθέτησαν την λογική της αλόγιστης σπατάλης χρημάτων προς τις ομάδες, οι απανταχού οπαδοί έβαλαν στην άκρη τις διαφορές τους και ύψωσαν ανάστημα απέναντι στη νέα διοργάνωση που ερχόταν σε αντίθεση με το αθλητικό πνεύμα και του γεγονότος ότι ο καλύτερος κερδίζει.

Η πίεση που άσκησε όλος αυτός ο κόσμος κατάφερε σε λιγότερο από σαράντα οκτώ ώρες να διαλύσει ένα εγχείρημα πολλών οικονομικών συμφερόντων. Κάτι που δεν πέτυχαν ούτε οι άμεσες παρεμβάσεις κορυφαίων ηγετών της Ευρώπης, όπως ο πρόεδρος Μακρόν και ο Μπόρις Τζόνσον, που τάχθηκαν ανοικτά κατά του νέου ευρωπαϊκού πρωταθλήματος. Παράλληλα όμως έφερε τις πολιτικές ηγεσίες άμοιροι ευθυνών, αφού δεν προέβλεψαν τις διαστάσεις που θα έπαιρναν οι επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία του ποδοσφαίρου. Στα χαρακώματα ενός οικονομικού πολέμου, η UEFA βρήκε στήριξη και χρηματοδότηση από χορηγούς, δίνοντας της την δύναμη που οι δώδεκα ομάδες είχαν υποτιμήσει. Στο σύντομο φινάλε αυτής της ιστορίας μένει ότι ο αθλητισμός και το ποδόσφαιρο κέρδισαν. Ο κόσμος απέδειξε ότι είναι παρών και ότι η αγάπη του για τον βασιλιά των σπορ είναι πάνω από χρήματα και φιλοδοξίες. Η πρόβλεψη του Αρσέν Βενγκέρ το 2009 που περιτριγύριζε σαν εφιάλτης τους επικεφαλείς της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας αυτές τις δύο μέρες δεν έγινε τελικά πραγματικότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ένα πιο οργανωμένο και καλοδομημένο αντίστοιχο σχέδιο στο μέλλον θα έχει την ίδια κατάληξη.