Η πολιτική φιλοσοφία του Θουκυδίδη είναι μια συζήτηση που έχει ανοίξει ήδη στην διεθνή βιβλιογραφία, παρουσιάζοντας ενδιαφέρουσες προτάσεις αλλά και μια διαφορετική οπτική της Ιστορίας. Αντιθέτως, στην Ελλάδα, ο Θουκυδίδης μελετάται υπό ένα φιλολογικό – ιστορικό πρίσμα. Οι μελέτες, δηλαδή, επικεντρώνονται μονάχα στην τραγική δομή του έργου του, την ιδιάζουσα γραφή του όπως επίσης και τα ιστορικά δεδομένα που καταγράφει. Νομίζω ότι αυτή η μέθοδοςαπομακρύνεισημαντικά τους αναγνώστες από τις –άλλοτε υπόρρητες, άλλοτε διατυπωμένες- ιδέες του. Ακόμα και στον τομέα των διεθνών σχέσεων η μελέτη του Θουκυδίδη περιορίζεται σε μια στρατηγικού τύπου ανάγνωση, συνάγοντας συμπεράσματα κυρίως από τον Διάλογο της Μήλου. Μέσα από αυτές τιςγραμμές δεν επιθυμώ να παρουσιάσω μια συνολική αποτίμηση του έργου του, χάριν οικονομίας του χώρου, αλλά να σταχυολογήσω τους βασικούς άξονες της πολιτικής φιλοσοφίας τουκαι να θέσω τον βασικό προβληματισμό που αναδύεται μέσα από μια προσεκτική ανάγνωση της Ιστορίας.
Αρχικά θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε με ασφάλεια την άποψη ότι βασικό θέμα της Ιστορίας είναι η ισχύς και πιο συγκεκριμένα η οργάνωση της ισχύος στα διάφορα πολιτικά κέντρα. Συνεπώς, το βασικό ερώτημα κατά την γνώμη μου είναι τί πιστεύει ο Θουκυδίδης για την σχέση της ισχύος με το δίκαιο και την ηθική. Μπορούν να συνυπάρξουν; Η ισχύς παράγει δίκαιο;
Η κυριαρχία δικαιολογείται ηθικά; Ή μήπως βρίσκονται σε διαρκή ένταση και αγεφύρωτο χάσμα; Απαντώντας σε αυτά τα ερωτήματαθα μπορέσουμε να αποφανθούμε αν πράγματι ο Θουκυδίδης ανήκει σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα πολιτικό ρεαλισμό.
Ξεκινώντας από τα αίτια του πολέμου, ο Θουκυδίδης φαίνεται να αποσυνδέει τελείως το δίκαιο από αυτά, αποδίδοντας πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο στην ισχύ όσο και στην ανθρώπινη ψυχολογία. Λέει λοιπόν χαρακτηριστικά ότι «η πραγματικότερη αιτία, αλλά και η πιο ανομολόγητη, είναι κατά τη γνώμη μου το ότι οι Αθηναίοι, καθώς η δύναμή τους είχε αυξηθεί και ενέπνεαν φόβο στους Λακεδαιμόνιους, έφεραν τους τελευταίους στην ανάγκη να πάρουν τα όπλα» (Α 23, 6). Παρατηρούμε εδώ ένα τριμερές σχήμα: δύναμη, φόβος, ανάγκη. Η συσσώρευση δύναμης στο πολιτικό κέντρο των Αθηναίων δημιούργησε αίσθημα φόβου στους Σπαρτιάτες, αναγκάζοντάς τους εν τέλει να κηρύξουν τον πόλεμο στην Αθήνα. Κατ’ αυτόν το τρόπο ο Θουκυδίδης απορρίπτει την θεωρία δίκαιου πολέμου (jusbellumjustum) και κατ’ επέκτασιν τις αιτιάσεις των ιστορικών υποκειμένων της εποχής εκείνης σχετικά με το Μεγαρικό Ψήφισμα. Όλα αυτά συναποτελούν μια επιφανειακή εξήγηση της πραγματικότητας·αν προχωρήσουμε στο αποκρουστικό βάθος της θα δούμε κρυμμένο έναν νομοτελειακό μηχανισμό, έναν γενικό κανόνα, κινών τα γρανάζια της ιστορίας πανομοιοτύπως σε κάθε φάση της. Υπό αυτή την έννοια η στιγμή έναρξης του Πελοποννησιακού Πολέμου είναι η κορύφωση των αφανών διεργασιών της ιστορικής εξέλιξηςσε συνδυασμό με τααναλλοίωταχαρακτηριστικά τηςανθρώπινηςφύσης.Αυτό με την σειρά του δεν σημαίνει ότι ο Θουκυδίδης αναπτύσσει μια ντετερμινιστικήθεωρία σύμφωνα με την οποία η ιστορία κινείται νομοτελειακώς προς ένα προδιαγεγραμμένο τέλος· αντιθέτως, ο νομοτελειακός μηχανισμός αναφέρεταιστο εκρηκτικό μείγμα που παράγεται απότις γεωπολιτικές συγκυρίες, ήτοι την μαζική συγκέντρωση ισχύος στα πολιτικά κέντρα, σε συνδυασμό με την ανθρώπινη φύση.Πιο συγκεκριμένα, η αύξηση της αθηναϊκής ισχύος εντοπίζεται την στιγμή που οι Αθηναίοι αποφάσισαν να γίνουν ναυτικοί (ναυτικοί εγένοντο), την περίοδο δηλαδή των Μηδικών, παρατώντας την πόλη τους, τα ιερά τους, τους τάφους των προγονών τους και γενικά όλα όσα δένουν μια κοινότητα. Επομένως, απώλεσαν από ανάγκη όλα αυτά τα στοιχεία που συνδέουν μια κοινότητα, για να αντιμετωπίσουν μια εξωτερική απειλή. Η αποκοπή από τη κοινοτική ζωή σε συνδυασμό με την τόλμη μεταμόρφωσαν καθοριστικά την ιδιοσυγκρασία και την ψυχολογία τους, ώστε απελευθερώθηκε τόσο πολύ η ανθρώπινη φύση, παράγοντας τρομακτικές ποσότητες ανθρώπινου ενεργητικού δυναμικού με αποτέλεσμα να πυροδοτήσουν τον φόβο των Λακεδαιμονίων. Αυτός ο φόβος φυσικά αποτυπώνεται στο διεθνές γίγνεσθαι ως αίσθημα επιβίωσης, καθώςπαρατηρείται συσσώρευση ισχύος σε ένα αντίπαλο πολιτικό κέντρο. Μέχρι αυτό το σημείο ο Θουκυδίδης παρουσιάζει μια αμιγώς ρεαλιστική εξήγηση των αιτιών του πολέμου. Αποσυνδέει το δίκαιο από αυτά, εστιάζει στον φόβο και την ισχύ, υπογραμμίζοντας μάλιστα ότι σε παρόμοιες συγκυρίες η ανθρώπινη φύση θα ανταποκρίνεται παρομοίως. Γι’ αυτό επιθυμεί το έργο του να γίνει κτήμα ες αεί (Α 22, 4), διότι σε αυτό ο αναγνώστης θα βρίσκει την ιστορία του ανθρώπινου γένους κωδικοποιημένη. Το πώς θα την αποκωδικοποιήσει και θα την συνταιριάξει στην δική του εποχή, θα αποδείξει κατά πόσον «έπιασε» τα υψηλά νοήματα της Ιστορίας.
Απόφοιτος του τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών – Μεταπτυχιακό στη Νεότερη Φιλοσοφία – Υποψήφιος Διδάκτωρ Πολιτικής Φιλοσοφίας