Γράφει ο Αντώνης Βλάχος

Ενάμιση χρόνο μετά καλούμαστε για δεύτερη φορά να ανανεώσουμε το ραντεβού μας με την πραγματικότητα, όπως την γνωρίζαμε ως Έλληνες, ως λαός που επιθυμεί και επιζητά την κανονικότητα και την επιστροφή σε αυτήν. Ο λόγος, το άνοιγμα της εστίασης, ως εκείνου του παράγοντα που ψυχικά και ψυχολογικά αναπτερώνει το ηθικό μας. Ως εκείνος ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομίας και του τουρισμού που καλείται να υποδεχθεί η χώρα.

Είναι η ιδιοσυγκρασία του Έλληνα τέτοια που διαισθάνεται την ανάγκη της κοινωνικοποίησής του χωρίς περιορισμούς, χωρίς ημίμετρα. Αρέσκεται σε οτιδήποτε δύναται να απολαύσει και, δυνητικά, να τον κάνει να ξεφύγει από την ρουτίνα της καθημερινότητάς του. Είναι στο αίμα του, είναι η φύση του και το επιθυμητό για εκείνον να κοινωνικοποιείται, ακόμα και όταν δεν το έχει ανάγκη.. Οι παρέες, τα πηγαδάκια, το κοινό τραπέζι αποτελούν παράδοση και έθιμο τόσο σαββατιάτικο όσο και καθημερινό. Δεν νοείται, άλλωστε, Έλληνας που να μην ξεκλέψει έστω μία ώρα από τον χρόνο του για να μην πιεί έναν καφέ, ένα ποτό ή να μην συναθροιστεί με γνωστούς και φίλους για ένα φαγητό. Όλα αυτά αποτελούν ανάγκες του, υποκινούμενες από το ένστικτο του, εγγεγραμμένες στη συνείδησή του ήδη από τα χρόνια της έφηβης ζωής του.

Όμως στην ίδια «κεφάτη» ιδιοσυγκρασία του υπάρχει η υπερβολή, η άκριτη πολλές φορές επιλογή που τον κάνει να αισθάνεται άτρωτος και καθόλου εκτεθειμένος σε κανέναν κίνδυνο. Ο κίνδυνος είναι εδώ. Η πανδημία δεν εξαφανίστηκε δια παντός, ούτε βέβαια δεν υπήρξε ποτέ. Είναι παρούσα, ελλοχεύοντας να επιτεθεί ξανά. Δόθηκε η ευκαιρία σε εμάς και τους οικείους μας να αποδείξουμε ότι μπορούμε και θέλουμε να είμαστε πολίτες ενσυνείδητοι. Το ότι άνοιξε η εστίαση και συνακόλουθα απελευθερώθηκαν οι μετακινήσεις δεν σημαίνει ότι επιστρέψαμε κιόλας στο 2019. Δεν σημαίνει ότι μπορούμε να συναθροιζόμαστε και συγχρωτιζόμαστε σαν να ήταν η πρώτη ή η τελευταία μέρα που συνέβη ποτέ αυτό. Ο Έλληνας, λοιπόν, υπερβάλλει και εν μέρει κάτι τέτοιο να είναι φυσικό ακόλουθο μετά από ένα σεβαστό και ατελείωτο χρονικό διάστημα εγκλεισμού και περιορισμού. Εκεί, όμως, φαίνεται ποιος είναι εντός της πραγματικότητας και ποιος απλώς ονειροβατεί ή αδιαφορεί.

Η κατάσταση, επομένως, έχει ως εξής: από τη μία πλευρά υπάρχει το ένστικτο της κοινωνικότητας και κοινωνικοποίησης που είναι αποτυπωμένο στη ζωή του Έλληνα. Και αυτό είναι που τον διαχωρίζει από τους υπόλοιπους ευρωπαίους συμπολίτες του. Από την άλλη, ένας κίνδυνος, μια υγειονομική βόμβα που περιμένει την αμέσως επόμενη ευκαιρία να ανατιναχτεί. Τα μεγέθη δεν είναι ανάλογα, ούτε ισόποσα. Απεναντίας, είναι άνισα και ακραία έχοντας να επιλέξει ο καθένας από εμάς μεταξύ της προσωπικής του διασκέδασης και της απόλυτης συνειδητοποίησης ότι τίποτε ακόμα δεν έχει αλλάξει ριζικά όσον αφορά την ύπαρξη του κορωνοϊού.

Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη όταν επιτήδειοι και «άριστοι» επαγγελματίες αναλώνονται σε διαδικτυακά καλέσματα σε «κορωνοπάρτυ». Βεβαίως, βρίσκουν και τα κάνουν διότι υπάρχουν και εκείνοι οι ανεγκέφαλοι ακόλουθοί τους που αρνούνται να παραδεχθούν την ύπαρξη της υγειονομικής κρίσης. Που, κατά τα άλλα, είναι παγκόσμια και όχι εγχώριο δημιούργημα. Στον αντίποδα, υπάρχει κι εκείνος ο κόσμος ο οποίος συναινεί με τα υφιστάμενα μέτρα αποτροπής του κορωνοϊού, που όλον αυτόν τον καιρό έχει εξαντληθεί ψυχικά και περιμένει καρτερικά την στιγμή που θα αντικρύσει πάλι την οικογένειά του, τους φίλους και τους γνωστούς του. Που θα μπορέσει να αισθανθεί ξανά ελεύθερος να μετακινηθεί, να διασκεδάσει και να ζήσει. Αντ’ αυτού, και μέσα σε όλο αυτό το κλίμα, καλείται να ανταπεξέλθει και στην θρασύτατη και αδικαιολόγητη συμπεριφορά, τους ξέφρενους πανηγυρισμούς και τα αδιανόητα σχόλια των αρνητών του κορωνοϊού. Απόρροια τούτου, να επιβαρύνονται ακόμα περισσότερο ψυχικά με το αίσθημα της εξάντλησης και της περιθωριοποίησης να επισπεύδουν την ψυχολογική τους κατάσταση.

Αυτόν, όμως, τον κόσμο δεν τον φοβάσαι διότι έχει ταχθεί στην εξυπηρέτηση ενός ανώτερου σκοπού: την υγεία του, την οποία δεν παραδίδει αμαχητί σε καμία προσωρινή ευχαρίστηση και διασκέδαση. Σε αυτό το μέρος του κόσμου επικουρικά ίσταται μία κυβέρνηση που τον τροφοδοτεί με τον μοναδικό τρόπο που υπάρχει ώστε να απολαύσει ξανά τη ζωή του: τον προγραμματισμό για την χορήγηση του εμβολίου. Επειδή, δε, πρόκειται για δημόσιο αγαθό η κυβέρνηση έχει μεριμνήσει ακόμα και για εκείνους που όπως προαναφέρθηκε πράττουν με γνώμονα την προσωπική τους ευχαρίστηση. Επιτελεί το έργο της δείχνοντας το ανθρώπινο πρόσωπό της. Διόλου υποκριτικό, αλλά αναγκαίο διότι μόνο έτσι ο καθένας από εμάς θα μπορέσει πραγματικά να απολαύσει όποια ευχαρίστηση θέλει, όποτε το θέλει, σαν τον καιρό προ πανδημίας. Στο τέλος, ακόμα και εκείνοι που παρεκκλίνουν από την κοινή λογική και τις επιταγές των καιρών, αργά ή γρήγορα, εμβολιάζονται. Προς τι επομένως όλο αυτό το ατίθασο; Αφού όλοι μας τον ίδιο στόχο έχουμε: την επιστροφή στην κανονικότητα.

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Εστία στις 15/5/21