Γράφει ο Νίκος Βότσιος

Είναι κοινώς αποδεκτό ότι το δημογραφικό είναι το μεγαλύτερο ζήτημα που αντιμετωπίζει η χώρα. Αυτό σημαίνει πως ο αριθμός των θανάτων υπερβαίνει τον αριθμό των γεννήσεων, δηλαδή οι νεότερες γενιές τεκνοποιούν λιγότερο από τους γονείς τους. Γιατί όμως το ζήτημα των παιδιών αφορά όλους, ακόμη και αυτούς που δεν επιθυμούν παιδιά οι ίδιοι; Γιατί ακόμη και αν δεν τους ενδιαφέρουν οι άμεσες συνέπειες, όπως η συνέχεια του έθνους, τους ενδιαφέρουν οι έμμεσες, όπως η συνέχεια των συντάξεων.

Σε μία χώρα, η οποία έχει αναδιανεμητικό ασφαλιστικό σύστημα, όπως η δική μας, δεν υπάρχει κουμπαράς με το πόσα πλήρωσες κατά τα έτη που εργάστηκες για να λάβεις το αντίστοιχο ποσό, όταν βγεις στη σύνταξη. Αντιθέτως, όσο εργάζεται κανείς πληρώνει για τις παλαιότερες γενιές και όταν έρθει η σειρά του, οι νέοι εργαζόμενοι πληρώνουν τη δική του με τη μορφή των συνταξιοδοτικών εισφορών. Φυσικά λόγω της αναντιστοιχίας που υπάρχει στα ποσά το κράτος συμμετέχει με αρκετά δις στην κάλυψη των συνταξιοδοτικών δαπανών από τους υπόλοιπους φόρους που έχει συλλέξει.

Έχοντας καλύψει το οικονομικό υπόβαθρο οδηγούμαστε  στο ερώτημα: Γιατί οι νέοι σήμερα δεν επιθυμούν να κάνουν παιδιά; Οι λόγοι είναι τόσο οικονομικοί όσο και πολιτισμικοί. Η πλαστή ευμάρεια των προηγουμένων ετών δημιούργησε υλικές απαιτήσεις, οι οποίες δεν είναι εύκολα υλοποιήσιμες από το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, οι σημερινοί νέοι επιθυμώντας ένα μέλλον για τα παιδιά τους με περισσότερες παροχές από αυτές που έτυχαν οι ίδιοι, να μην μπορούν να το υλοποιήσουν με τα σημερινά οικονομικά δεδομένα. Ένα ζευγάρι νέων σήμερα, όταν φυσικά εργάζονται και οι δύο επίδοξοι γονείς, εκτιμά τις μηνιαίες μισθολογικές απολαβές του γύρω από τα 1500 ευρώ. Όμως τα χρήματα αυτά υπολογίζονται πριν από τα κόστη στέγης και μετακίνησης. Με ένα αυτοκίνητο και ένα ενοίκιο περισσεύουν για σίτιση και κατανάλωση μόλις 700-800. Όποιος ξέρει από κόστη σε πάνες και γάλατα, αντιλαμβάνεται το δύσκολο της υπόθεσης. Στην προηγούμενη γενιά υπήρχε ευρύτερα η πεποίθηση πως τα ζευγάρια μπορούσαν να στηριχτούν στους γονείς τους για οικονομική ενίσχυση στα πρώτα τους βήματα. Και υπάρχει ακόμη, όμως είναι πολύ λιγότεροι αυτοί που έχουν αυτού του είδους την ευχέρεια μετά την επέλαση της δεκαετούς κρίσης. Τα αποθέματα των περισσοτέρων είναι άδεια και μάλιστα υπάρχουν περιπτώσεις που οι ίδιοι οι γονείς έχουν ανάγκη την οικονομική στήριξη από τα παιδιά τους.

Αυτό μας οδηγεί σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα: Από τη μία πρέπει να αυξηθεί το εργατικό δυναμικό προκειμένου να ενισχυθεί η παραγωγή και να διευρυνθεί η φορολογική βάση και από την άλλη πρέπει να ενισχυθούν τα ζευγάρια για να έχει η χώρα μας συνέχεια. Η ΠτΔ το προηγούμενο διάστημα πρότεινε επίλυση μέσω μετανάστευσης. Δηλαδή με το να εισάγουμε μετανάστες οι οποίοι δεν έχουν τις ίδιες απαιτήσεις με τους Έλληνες στο να τεκνοποιήσουν, μπορούν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας και έτσι μακροπρόθεσμα δε θα υπάρξει μείωση του πληθυσμού. Αυτή η άποψη, την οποία μοιράζονται και πολλά κόμματα εντός του Κοινοβουλίου, έχει ένα βασικό μειονέκτημα: Πως οι μουσουλμάνοι που καταφθάνουν στην Ελλάδα από τα οροπέδια του Αφγανιστάν δεν έρχονται με σκοπό τη δική τους ενσωμάτωση αλλά τη σταδιακή επιβολή των δικών τους εθίμων, παραδόσεων και απόψεων. Θα έλεγε κανείς πως θα μπορούσαμε να τα βρούμε στη μέση, αλλά αυτό θα άφηνε ένα μεγάλο κενό σε ισότητα των φύλων, αποδοχή σε βία (όπως μάθαμε για τον παραλίγο βιασμό της κυρίας στην Αγία Μαρίνα), καθώς και την όλη κουλτούρα ανοχής και αποδοχής που διέπει το δυτικό κόσμο. Η άμεση εκτόνωση του προβλήματος θα μπορούσε να υποβοηθηθεί από τη μετανάστευση αλλά θα έπρεπε να γίνεται επιλεκτική αποδοχή σε πληθυσμούς με συμβατό υπόβαθρο με το Δυτικό, όπως είναι πολλές χριστιανικές κοινότητες σε χώρες όπως Ιράκ, Συρία και Αίγυπτο.

Φυσικά οι παραπάνω σκέψεις δεν αναιρούν με κανένα τρόπο τη σταδιακή εξαφάνιση του τωρινού πληθυσμού. Για το λόγο αυτό η κυβέρνηση νομοθέτησε το βοήθημα των 2000 ευρώ για κάθε παιδί που γεννιέται, το οποίο καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τα κόστη της εγκυμοσύνης και της γέννας. Τέτοια μέτρα όμως είναι απλά τσιρότα σε μια πληγή που παραμένει χρόνια ανοικτή. Η χώρα απέχει πολύ από το να παρέχει ένα περιβάλλον στο οποίο η κάθε Ελληνίδα μπορεί με ασφάλεια να φέρει στον κόσμο τα παιδιά της. Όμως τα περιθώρια στενεύουν και ο χρόνος είναι αμείλικτος.

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Πρωινός Λόγος” στις 20/6