Γράφει η Ελένη Γκιάστα

Η προπαγάνδα, είναι ευρέως γνωστό πως αποτελεί μια μεθοδική προσπάθεια επηρεασμού της κοινής γνώμης  προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Είναι σύνηθες χαρακτηριστικό των ολοκληρωτικών, δικτατορικών καθεστώτων τα οποία βρίσκονται στον αντίποδα των φιλελεύθερων κρατών. Ουσιαστικά, τα κράτη με ολοκληρωτικά καθεστώτα κατέχουν το σύνολο των εξουσιών πάνω στην κοινωνία και επιδιώκουν να ελέγχουν όλες τις πτυχές της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής των πολιτών. Έτσι, λοιπόν η εξουσία στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι αυταρχική αφού προσφεύγει στον καταναγκασμό χωρίς να εκμαιεύει την συναίνεση. Ωστόσο, φαίνεται πλέον να μην αποτελεί στοιχείο ολοκληρωτικών καθεστώτων η προπαγάνδα, καθότι συνεχίζεται να υπάρχει και σήμερα σε δημοκρατικά κράτη.

Το στοιχείο της προπαγάνδας είναι εμφανές πως έχει ρίζες από το παρελθόν έχοντας δοκιμαστεί με ποικίλους τρόπους η επίτευξη της. Αξιοσημείωτη είναι, βέβαια, η εξέλιξη της αυτά τα χρόνια καθώς έχει βελτιστοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό και κατά συνέπεια να είναι πιο αποτελεσματική. Καθίσταται ορατή, η συμβολή των επιστημών στη βελτίωση της προπαγάνδας καθώς χάρη της ψυχολογίας για παράδειγμα που σχετίζεται με την μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς συνέβαλλε στην εξέλιξη μιας πιο επιτυχημένης μορφής προπαγάνδας με στόχο την χειραγώγηση των πολιτών σε μεγαλύτερο βαθμό. Καίρια συμβολή αποτελεί ο ρόλος των μέσων μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης όπου κατέχουν ισχύ λόγω εκτεταμένης χρήσης των πολιτών. Επιτυγχάνεται, λοιπόν, με μεγάλη ευκολία η παρουσίαση συχνά ψευδών ειδήσεων. Η παρουσίαση επιλεκτικής αλήθειας είναι ένα συχνό φαινόμενο με απώτερο στόχο οι πολίτες να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ισχυρών διαμορφώνοντας τους τις απόψεις που επιθυμούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Επιπροσθέτως, καθόλου σπάνια δεν αποτελεί η έμφαση που δίνεται στην έννοια του πατριωτισμού και βεβαίως στην δήθεν προάσπιση των εθνικών συμφερόντων είναι τέχνασμα το οποίο οδηγεί τους πολίτες κάθε φορά να αποδέχονται με ευκολία οποιαδήποτε απόφαση της πολιτείας με την προυπόθεση ότι είναι σαφές πως οι ίδιοι είναι πατριώτες και πρόθυμοι να πράξουν οτιδήποτε είναι καλό για την πατρίδα τους.

Αναμενόμενο, ωστόσο, είναι το γεγονός πως όλα αυτά παρουσιάζουν σημαντικές συνέπειες με την πιο καίρια να αποτελεί η υπονόμευση της ελευθερίας των πολιτών, εφόσον, σύμφωνα με τους τρόπους που προαναφέρθηκαν χειραγωγούνται και καταλήγουν υποχείρια των ισχυρών εκπροσωπώντας τα συμφέροντα τους. Παύουν, δηλαδή να δρούν σκεπτόμενα με αυτόνομη κρίση και πραγματική επίγνωση των αποφάσεων τους. Επιπλέον, η προάσπιση των εθνικών συμφερόντων έχει ως βέβαιο αποτέλεσμα την έξαρση του εθνικισμού με αποτέλεσμα την δημιουργία ενός κλίματος καθαρά πολεμικού.

Συνοψίζοντας, καθίσταται αναγκαίο να αντιμετωπιστεί η τακτική της προπαγάνδας, γεγονός που θα επιτευχθεί μόνο εάν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κατορθώσουν να αποκτήσουν την ανεξαρτησία που επιβάλλεται να κατέχουν, ώστε, να μην επηρεάζονται από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Τέλος, κρίνεται απαραίτητη η εξασφάλιση ενός αυστηρού ανεξάρτητου θεσμού λογοδοσίας των πολιτικών καθώς η διαχρονική τους τάση για μη πραγματοποιήσιμες εξαγγελίες και υποσχέσεις όλα αυτά τα χρόνια προκειμένου να εξασφαλίσουν την εξουσία εξάπτουν τους πολίτες κάθε φορά. Έτσι, λοιπόν η νέα ανεξάρτητη αρχή θα ελέγχει ενδελεχώς τυχόν παραλείψεις, πράξεις και προπάντων οικονομικές δοσοληψίες των πολιτικών προσώπων όταν ολοκληρώνουν τα βουλευτικά τους καθήκοντα.