Γράφει ο Ιωάννης Βούρος

Η πανδημία του κορωνοϊού και η αναστολή της ακαδημαϊκής δραστηριότητος που αυτή επέβαλλε, με κράτησαν μακριά από την Αθήνα για μακρό διάστημα. Η επιστροφή μου, λοιπόν, συνοδεύτηκε με την αγαπημένη συνήθεια της επισκέψεως στα μεγάλα βιβλιοπωλεία της πρωτευούσης.

Σε ένα τέτοιο, στο ιστορικό κέντρο των Αθηνών, στα πίσω – πίσω ράφια υπήρχε εμφανώς ξεθωριασμένη μία δοκιμιακή συλλογή του Παπανούτσου. Την άνοιξα τυχαία σε ένα δοκίμιο για τη δύναμη της μάζας, συνταχθέν τη δεκαετία του 1990, στο οποίο ο γράφων, προβλέποντας λίγες δεκαετίες μπροστά, σημείωνε ότι ο πλήρης έλεγχος της μάζας κατά το παρόν (το 1990) είναι οπωσδήποτε αδύνατος, πρόκειται όμως να γίνει εφικτός τα επόμενα χρόνια μέσω των τεχνολογικών επιτευγμάτων, συνεπαγομένων βεβαίως φρικτών συνεπειών.

«Κινδυνολογία από έναν άνθρωπο που έζησε και γαλουχήθηκε σε άλλες εποχές» θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς.

Ωστόσο, μία απλή παρατήρηση του σύγχρονου περιρρέοντος περιβάλλοντος επιβεβαιώνει ασφαλώς τον Παπανούτσο του ’90.

Ας εξειδικεύσουμε. Στο βαγονέτο της γραμμής Αθήνα – Χαλκίδα μέτρησα τριάντα τέσσερις ανθρώπους, εμού συμπεριλαμβανομένου. Αναλογίστηκα, λοιπόν, τι κοινό μπορεί να έχουν οι άνθρωποι αυτοί μεταξύ τους. Κυριολεκτικώς, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Επεδίωξα διάφορες κατηγοριοποιήσεις αξιοποιώντας τα δεδομένα που είχα. Πέντε γκριζομάληδες, τρεις καραφλοί, οκτώ κοστουμαρισμένοι, δύο με κινητικά προβλήματα, τουλάχιστον δέκα άτομα κάτω των τριάντα ετών κ.λπ.

Σκέφτηκα πως ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να τους εντάξω όλους σε μία ομάδα, σε μία κατηγορία, χωρίς να υπεραπλουστεύσω και να υπεργενικεύσω. Όλοι οι επιβάτες είχαν δύο χέρια, δύο πόδια, ένα κεφάλι και –ώ, του θαύματος- ένα «πανέξυπνο» κινητό τηλέφωνο στο χέρι, επί του οποίου είχαν θέσει σε μία αέναη και αδιάκοπη κίνηση τον αντίχειρά τους επιδιδόμενοι με πάθος στο σπορ του scroll-down, αδιαφορώντας παντελώς για τα όσα, σημαντικά και ασήμαντα, γύρωθεν αυτών τεκαταινόμενα. Έσπευσα, βεβαίως, ο ίδιος αμέσως να θέσω υπό λογικό έλεγχο, μάλλον υπό τον φόβο, μήπως τελικώς επαληθευτούν, τα συναγόμενα εκ της βραχυβίου και χρονικώς τυχαίας παρατηρήσεώς μου συμπεράσματα. Η απουσία, όμως, ίδιου μεταφορικού μέσου και η επιβεβλημένη χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς με επιβεβαίωσε παντελώς, δυστυχώς.

Συζήτησα τα ευρήματα της συνοπτικής και δειγματικώς περιορισμένης αυτής έρευνάς μου με έναν καλό φίλο, φιλόλογο, αυτόχθονα Αθηναίο, ο οποίος μη συμμεριζόμενος την όποια ταραχή μου και άνευ παραμικρής εκπλήξεως, σήκωσε απλώς το χέρι του και ένευσε κυκλικά. Εννέα στους δέκα θαμώνες του καφέ, στο οποίο καταλύαμε, ακόμα και όσοι συντροφεύονταν, ήταν ευλαβικώς αφοσιωμένοι στην «προέκταση της χειρός τους». Όχι μόνο τούτο, αλλά κατόπιν επίμονης και οριακώς αγενούς παρατηρήσεως, διεπίστωσα ότι κάποιοι εξ αυτών συνομιλούσαν μεταξύ τους μέσω κάποιας εφαρμογής γραπτών μηνυμάτων στα κινητά τους τηλέφωνα, καίτοι κάθονταν αντικρυστά.

Η παρέα μας συμπληρώθηκε με την άφιξη ενός άλλου φίλου, λογιστή, ο οποίος –κατά δήλωσή του- έπρεπε να διεκπεραιώσει μία τραπεζική συναλλαγή. «Καθίστε να πεταχτώ ως την τράπεζα», είπε. Απαντώντας του, ότι εδώ δίπλα υπήρχε τραπεζικό κατάστημα, πρώτα με κοίταξε με ένα βλέμμα συμπόνιας για το πόσο «τεχνολογικώς αναλφάβητος» ήμουν και στη συνέχεια στράφηκε στο κινητό του. Συνειδητοποίησα, τρόπον τινά, ότι η κυριολεκτική σημασία της φράσεως «πάω στην τράπεζα» είχε ουσιωδώς μεταβληθεί σε «χρησιμοποιώ τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες της τράπεζας». Και ενώ εν πρώτοις ουδέν επιλήψιμο εξυφαίνεται στη μεταβολή αυτή, ιδίως όταν έχει συντελεστεί στον φαντεζί βωμό της ταχύτητας των συναλλαγών και της άκοπης ολοκληρώσεως αυτών, η κατάσταση αυτή εγκυμονεί κινδύνους, τους οποίους μόνον όσοι είναι λιγότερο έξυπνοι από τα κινητά τους τηλέφωνα δεν μπορούν να αντιληφθούν.

Ο υπ’ αριθμόν ένα λόγος – επιχείρημα που συνηγορεί υπέρ του θετικού προσήμου της καθολικής επικρατήσεως της τεχνολογίας και των εφαρμογών της είναι πως σε μία τάχιστα αναπτυσσόμενη αγορά και σε μία κοινωνία που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες αλλαγές και καλπάζουσες εξελίξεις, ο χρόνος είναι πολύτιμος και ως εκ τούτου χρονική συρρίκνωση μίας τραπεζικής συναλλαγής φερ’ ειπείν σε μόλις μερικά δευτερόλεπτα και υπό την άνεση του κινητού τηλεφώνου είναι πέρα από αναγκαία.

Εκ πρώτης όψεως, η θέση αυτή δείχνει να στηρίζεται σε στέρεα λογική βάση. Πλην όμως, η συλλογιστική που θέλει την τεχνολογία ως «καταλύτη του χρόνου» εκκινεί από την ελαττωματική αφετηρία της ενσυνειδήτου χρήσεως της τεχνολογίας ως ενός χρησίμου εργαλείου. Ωστόσο, μήπως τελικά η χρήση της τεχνολογίας λειτουργεί εκ του αντιθέτου και είναι δυσανάλογα χρονοβόρα; Μήπως τον χρόνο που κερδίζουμε από μία διά ζώσης τραπεζική συναλλαγή τον καταναλώνουμε εις διπλούν και ακόμη περισσότερο κατά την περιήγησή μας στην άβυσσο των κοινωνικών δικτύων και των λοιπών ηλεκτρονικών εφαρμογών που βρίσκονται εγκατεστημένες στις συσκευές των «πανέξυπνων» κινητών μας τηλεφώνων; Μήπως, τελικά, ο αείμνηστος καθηγητής Λιαντίνης είχε δίκιο, όταν, παραδίδων στους φοιτητές του, έλεγε πως στη σύγχρονη εποχή οι άνθρωποι θέτουν εαυτούς εκουσίως σε μία ατέρμονη αποχαύνωση και νοητική αδράνεια επιλέγοντας την επιφάνεια και την επιπόλαιη ημιμάθεια που απλόχερα τους προσφέρει η νοητικώς εύπεπτη εικόνα του τελεβίζιου -πλέον του smartphone- αντί της καλλιέργειας της ικανότητος προς περαιτέρω διερεύνηση, της διευρύνσεως των πνευματικών οριζόντων και της αναζητήσεως της πραγματικής γνώσεως που προσφέρει ένα βιβλίο, ένα δοκίμιο, ένα άρθρο κλπ;

Η φύση των ερωτημάτων αυτών είναι ρητορική και τούτο, διότι οι απαντήσεις τους είναι ηλίου φαεινότερες. Η τεχνολογία, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, είναι αυτό που οι Αμερικάνοι αποκαλούν time consuming, ελληνιστί χρονοκαταναλωτική. Είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι όλοι είναι χρονικώς πιεσμένοι, ενώ διαθέτουν όλες αυτές τις εφαρμογές – βέλη στην «ψηφιακή φαρέτρα» του κινητού τους. Είναι απορίας άξιο πώς άπαντες δεν διαθέτουν καθόλου ελεύθερο χρόνο για μια έξοδο με φίλους, αλλά δαπανούν αρκετές ώρες ημερησίως έμπροσθεν της οθόνης του κινητού τους για την ψευδοκοινωνικοποίησή τους. Εν ολίγοις, η τεχνολογία λειτουργεί απολύτως αντίθετα από τον σκοπό της.  Παρέχει σε ζητήματα της καθημερινότητας ευκολότερες, ταχύτερες και φτηνότερες λύσεις και διεξόδους σε ένα περιβάλλον που όσο ψηφιοποιείται γίνεται ολοένα και πιο απαιτητικό, πιο πολυσύνθετο και πολυσχιδές και πιο δαπανηρό, εξαναγκάζοντας την ανθρωπότητα σε έναν φαύλο κύκλο, σε ένα ατέρμονο κυνήγι του «χρυσού» ελεύθερου χρόνου.

Από την άλλη πλευρά, η τεχνολογία, πέρα από τα αναρίθμητα οφέλη που οπωσδήποτε προσέφερε στην παγκόσμια οικονομία, προκάλεσε δύο μεγάλα και πιθανώς μη αναστρέψιμα ζητήματα. Μείωσε δραματικά τις θέσεις εργασίας διά της αντικαταστάσεως και εν πολλοίς υποκαταστάσεως μεγάλου τμήματος ανθρωπίνου δυναμικού από τις διαδικτυακές εφαρμογές και την ηλεκτρονική εξυπηρέτηση πελατών (βλ. εθελούσιες παραιτήσεις στο παράδειγμα των τραπεζών), ενώ παράλληλα οδήγησε στη «γένεση» εργατών σαφώς λιγότερο παραγωγικών και δημιουργικών και άνοιξε τον δρόμο στην επικράτηση των εταιρειών – κολοσσών έναντι των τοπικών συνοικιακών επιχειρήσεων. Χαρακτηριστική είναι μία πρόσφατη μελέτη του τμήματος Ψυχολογίας του πανεπιστημίου του Yale, σύμφωνα με την οποία το 80% των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα αγχώνεται περισσότερο για την ορθή χρήση των συναφών με την εργασία τους διαδικτυακών εργαλείων, παρά για την εκτέλεση των εργασιακών καθηκόντων τους καθαυτών.

Σε εκπαιδευτικό επίπεδο, η ανάδειξη του διαδικτύου και των εργαλείων του ως το βασικό προσόν που πρέπει να κατέχει κάποιος για να ενταχθεί επιτυχώς στην αγορά εργασίας, έχει στρέψει την εκπαιδευτική διαδικασία μακριά από την κλασική παιδεία και τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Είναι ολοένα και πιο συχνά εμφανιζόμενο το παράδειγμα ενός μαθητή μέσης εκπαιδεύσεως ικανού να χειρίζεται με αξιοθαύμαστη ευκολία μία ηλεκτρονική εφαρμογή, ακόμα και μία ιδιαίτερα σύνθετη, ενώ ταυτόχρονα στερείται της ικανότητος να συντάσσει γραμματικώς και συντακτικώς σωστά μία πρόταση γραπτού λόγου ή να παρακολουθεί ως συνομιλητής μία πολιτική συζήτηση.

Αντίστοιχης σημασίας και σοβαρότητος είναι και οι κοινωνικές προεκτάσεις του εν λόγω ζητήματος. Πέραν της προαναφερθείσης κοινωνικής αποστασιοποιήσεως, χαρακτηριστική είναι και η απάθεια, η οποία ασφαλώς προϋπήρχε, αλλά καλλιεργήθηκε εντόνως με την επικράτηση των κοινωνικών δικτύων. Αναφέρομαι στην τάση εκείνη που θέλει τους αυτόπτες μάρτυρες ενός εκτάκτου γεγονότος, λ.χ. ενός τροχαίου ατυχήματος ή μίας πυρκαγιάς να βιντεοσκοπούν και άνευ δεύτερης σκέψεως να δημοσιοποιούν τα γεγονότα αυτά προς άγραν likes και προβολών, αντί της παροχής ουσιαστικής βοήθειας.

Η παράθεση τραγελαφικών περιστατικών εκ της μανιώδους και αγγιζούσης τα όρια ψυχικής παθήσεως χρήσεως της τεχνολογίας και των ψηφιακών εφαρμογών μπορεί να είναι ατελείωτη. Δικηγόρος ζητεί αναβολή, γιατί το κινητό του τηλέφωνο, στο οποίο είχε τα έγγραφα της προς συζήτηση δικογραφίας έκλεισε από μπαταρία. Έφηβοι, ακόμα και ενήλικες, παρασύρονται από διερχόμενα οχήματα και τραυματίζονται, πολλές φορές δε χάνουν και τη ζωή τους, μη επιδεικνύοντας τη δέουσα προσοχή κατά την οδήγηση ή ακόμα και το περπάτημα. Γονείς μετεξελιγμένοι σε φανατικούς θιασώτες της γονεϊκής πολιτικής ορθότητος και του συγχρόνου τρόπου ζωής έχουν εγκαταστήσει εφαρμογές παρακολουθήσεως στα τηλέφωνα των υπερ-μαλθακών παιδιών τους προκειμένου να ελέγχουν κάθε κίνησή τους, αυτοαναγόμενοι τρόπον τινά σε «μεγάλοι αδερφοί» και καταστρατηγώντας κάθε έννοια εμπιστοσύνης γονέων – τέκνου, όπως τη γνωρίζαμε έως σήμερα.

Προκειμένου να προλάβω τους επικριτές, οφείλω να παραδεχθώ τη χρησιμότητα του «έξυπνου» τηλεφώνου ως καθημερινού εργαλείου. Εκείνο που αποκηρύσσω είναι πως τελικά δε χρειαζόμαστε όλες εκείνες τις ευκολίες που ευαγγελίζονται οι φανατικοί υποστηρικτές της τεχνολογίας, καθώς και ότι μερικά πράγματα δε βλάπτει να τα κάνουμε τον παραδοσιακό τρόπο.

Όπως και να έχει, μπορώ να πω πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι ο Παπανούτσος επιβεβαιώθηκε πλήρως, έστω και με καθυστέρηση μερικών δεκαετιών. Εν έτει 2022, όχι μόνο βρέθηκε, αλλά έγινε δεκτός «μετά βαΐων και κλάδων» ο τρόπος και το μέσο ελέγχου, χειραγωγήσεως και ανδρεικελοποιήσεως –ας μου επιτραπεί ο αδόκιμος αυτός όρος- των μαζών.

Εκείνο, όμως που δεν καταγράφεται στα δοκίμια του Παπανούτσου, αλλά πιθανώς σε αυτά ενός μελλοντικού δοκιμιογράφου είναι ότι πλέον είμαστε μέλη μίας ανθρώπινης κοινότητας, ενός παγκόσμιου κουτιού, το οποίο είναι γεμάτο από έξυπνα τηλέφωνα και από εντελώς ανόητους και ελεγχόμενους ανθρώπους.