Με τη ρωσική επίθεση να μαίνεται αμείωτη, παρά τις εξαγγελθείσες και απειληθείσες φαινομενικώς βαρείες κυρώσεις κατά του κατακτητού, και τη σύγχρονη διπλωματία να έχει αποτύχει παταγωδώς να αναστρέψει την εμπόλεμη κατάσταση και να ανακόψει τη ρωσική εισβολή και την αιματοχυσία, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το φρόνημα των Ουκρανών, επί τη βάσει του οποίου αμύνονται σθεναρώς επί μακρόν και εν πολλοίς επιτυχώς υπερασπιζόμενοι την εδαφική τους ακεραιότητα και ανεξαρτησία.
Η παραδοχή του ότι το φρόνημα του αμυνομένου είναι πάντοτε ισχυρότερο δεν είναι αρκετή για να αποτελέσει την αφετηρία για την προσέγγιση του ζητήματος. Η ηθική και πολεμική υπεροχή του φρονήματος των αμυνομένων Ουκρανών δέον να αναζητηθεί πρωτύτερα στο φρόνημα του αντιπάλου στρατοπέδου, ήτοι των νεαρών Ρώσων που, αρνούμενοι να στρατευθούν στον επεκτατικό ιδεαλισμό του ρωσικού καθεστώτος, εγκαταλείπουν σωρηδόν και ατάκτως τη χώρα τους. Και πάλι, η διαφοροποίηση αυτή στη συμπεριφορά μεταξύ των τολμηρών Ουκρανών και των ριψάσπιδων Ρώσων δεν μπορεί να κριθεί απλώς και μόνον από το ότι οι μεν πρώτοι αμύνονται, οι δε δεύτεροι επιτίθενται.
Προ της ενάρξεως της εισβολής, το ουκρανικό έθνος περιγραφόταν ως ένα σύνολο αβεβαίου συνοχής και άνευ εθνικής συνειδήσεως, ως ένα σχετικά πρόσφατο εθνικό δημιούργημα με νωπή, ακαλλιέργητη και ρευστή εθνική συνείδηση, αρρήκτως συνδεδεμένη ιστορικώς και πολιτισμικώς με τον μεγάλο γείτονα. Ωστόσο, η εικόνα που παρουσιάζουν οι Ουκρανοί στο πεδίο της μάχης και στη σύνολη αντιμετώπιση της πολύμηνης καταστάσεως πολιορκίας μας οδηγεί με βεβαιότητα στο συμπέρασμα, ότι, ακόμα και αν μέχρι πρότινος η Ουκρανία ήταν «περίπου» έθνος, υπό το βάρος της ρωσικής απειλής και επίθεσης, συσπειρώθηκε, ωρίμασε και κατάφερε να στερεώσει τη ρευστή αυτή εθνική της ταυτότητα. Ενδεχομένως, η πολεμική αυτή ωρίμανση του ουκρανικού φρονήματος να μην είχε συντελεστεί εάν οι αμυνόμενοι δεν είχαν αντιμετωπίσει τα πρώτα «κύματα» της ρωσικής εισβολής που απαρτίζονταν σχεδόν αποκλειστικώς από επαγγελματικό στρατό με φέροντα τεχνολογικά ξεπερασμένο εξοπλισμό.
Τι απέγινε, όμως, ο πανάρχαιος και εν πολλοίς πρωτόγονος εθνικισμός και πολεμικός ελιτισμός της Ρωσίας που στην παγκόσμια ιστορία την έχει κατοχυρώσει ως μία εκ των σημαντικότερων «Μεγάλων Δυνάμεων»;
Η απάντηση, μάλλον, πρέπει να αναζητηθεί στον εκδηλωθέντα διά της επιθέσεως στην Ουκρανία τσαρικό επεκτατισμό και την ανελευθερία που χαρακτηρίζει το πουτινικό καθεστώς επί σειρά ετών, χαρακτηριστικά που εναγωνίως προσπαθεί τώρα να περιτοιχίσει ο πανίσχυρος «μονάρχης» της Ρωσίας, πετυχαίνοντας ωστόσο ακριβώς το αντίθετο: την απομυθοποίηση του ως ηγέτη και την αποδυνάμωση του υπ’ αυτόν καθοδηγουμένου απολυταρχικού καθεστώτος, αποτελέσματα τα οποία εν συντομία απαντούν στο ως άνω ερώτημα.
Επιλογικώς, θα ήτο ανώριμο σε αυτή το χρονικό σημείο να προδικάσουμε την τελική έκβαση του πολέμου αφενός, αλλά και να θεωρήσουμε ως μη υπολογίσιμο αντίπαλο την ατίθαση Ρωσία αφετέρου.
Τελειόφοιτος Νομικής ΕΚΠΑ, συγγραφέας και αρθρογράφος, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ποινικό δίκαιο.