Γράφει ο Θανάσης Κατσικίδης

«Αφιερώνεται στους αδικαίωτους συμπολεμιστές μου, τους πεσόντες στο πεδίο της μάχης και τους αγνοημένους αιχμαλώτους».

Με αυτή τη φράση εισαγάγει τους αναγνώστες στο βιβλίο του ο Νικόλαος Αργυρόπουλος, Βετεράνος του Πολέμου της Κύπρου 1974.

Στο πρώτο του βιβλίο, ο Αντιπρόεδρος του «Πανελλήνιου Συνδέσμου Αγωνιστών Κύπρου 1974» εξιστορεί άγνωστες πτυχές των πολεμικών επιχειρήσεων που έλαβαν χώρα στην Κύπρο, ενώ ως Έλλην που έδωσε ψυχή και σώμα προς την προάσπιση της μεγαλονήσου μπαίνει στα μύχια της ψυχής του Έλληνα στρατιώτη-πολεμιστή και συγκλονίζει με την παραστατικότητα των γεγονότων που εξελίχθηκαν στην πρώτη γραμμή του Μετώπου.

Παράλληλα οι ιστορίες του πεδίου διανθίζονται με λεπτομέρειες παρασκηνιακών διεργασιών της Δικτατορίας Ιωαννίδη και της Μακαριακής εξουσίας, καθώς και της διεθνούς πολιτικής σκηνής, τεκμηριωμένες από αρχειακό υλικό του κου. Αργυρόπουλου, συλλεγμένου μέσα από την σαραντακονταετή προσπάθεια κατανόησης των πραγματικών γεγονότων που οδήγησαν στην καταστροφή και εν τέλη στην Προδοσία της Κύπρου και των υπερασπιστών της.

Η ιστορία του Λοχία Αργυρόπουλου ξεκινάει με τη μετάθεση του στη νήσο Κύπρο. Ο Διοικητής του, Ίλαρχος Γεώργιος Ασλανίδης, μεταφέροντας του τα τεκταινόμενα στη νήσο και πως θα μετατιθόνταν στη νήσο Κύπρο του αναφέρει σχετικά με την απόκρυψη της Ελληνικής ταυτότητας που θα είχε κατά τη διάρκεια της αποστολής-θητείας του, ενώ τον προειδοποίησε για το πιθανό εχθρικό περιβάλλον που θα συναντούσε. Οι έμμεσες προειδοποιήσεις για την κατάσταση και τα λόγια του Διοικητή του κίνησαν την περιέργεια στο νεαρό Λοχία Αργυρόπουλο σχετικά με το περιβάλλον που θα συναντούσε.

Στις 14ης Ιανουαρίου 1974, ο Λοχίας Αργυρόπουλος αποβιβάζεται στην Αμμόχωστο. Οι εσωτερικές αντιπαλότητες και εντάσεις μεταξύ «ενωτικών» και «ανθενωτικών» ήταν φανερές στο κάθε τους βήμα, καθώς οι δεύτεροι έβλεπαν τους Έλληνες φαντάρους ως ξένο σώμα. Το εχθρικό κλίμα στο εσωτερικό των Ελληνοκυπριών γίνεται ακόμα πιο φανερό από τις περιγραφές του Αργυρόπουλου πως δεχόντουσαν απειλές για τη ζωή τους, ενώ ακόμα καταγράφει και περιστατικά βιαιοπραγίας.

Η εξιστόρηση της προσωπικής καταγραφής του Αργυρόπουλου παρεμβάλλεται από την επικρατούσα και διαμορφούμενη γεωπολιτική κατάσταση της Κύπρου προ της εισβολής. Από αναφορές στον αγώνα της ΕΟΚΑ και στην «ένωση» έως και στη «μυστική» και «φανερή» διπλωματία της Ελλάδος, Κύπρου, ΗΠΑ, Αγγλίας και Τουρκίας. Η παράθεση εγγράφων από τις συμφωνίες και η συμπερίληψη φωτογραφιών προσδίδουν την απαραίτητη εγκυρότητα και συμπυκνώνουν το χρονολογικό δέντρο των εξελίξεων πριν την έναρξη των πολεμικών γεγονότων με την καθαρή ενοχή συγκεκριμένων προσώπων. «Φοβόντουσαν μην αποκαλυφθούν οι δικές τους ενοχές, γιατί ήταν συνένοχοι στο έγκλημα».

Το «πραξικόπημα»!

Η ιστορία μεταφέρεται ξανά στην προσωπική διήγηση και στα γεγονότα του πραξικοπήματος.

15 Ιουλίου 1974, το βάπτισμα του πυρός και οι πρώτοι νεκροί. Εκείνη την ημέρα ο Λοχίας Αργυρόπουλος λαμβάνοντας εντολές μετακινείται με όχημα BTR στο φλεγόμενο Προεδρικό Μέγαρο με ασαφείς εντολές. Τα πρώτα πτώματα κείτονται, οι πυροβολισμοί από το «εφεδρικό» στρέφονται προς τους στρατιώτες ενώ ο Λοχίας Αργυρόπουλος παραμένει με την απορία. Το μόνο που ήταν σίγουρο ήταν πως ο Μακάριος είχε προλάβει να φύγει.

5 ημέρες αργότερα τα πολεμικά γεγονότα ήταν αυτά που έπιασαν ex abrupto το νεαρό Λοχία, ο οποίος ξαφνικά βρέθηκε μέσα στις πολεμικές επιχειρήσεις ως αρχηγός σε όχημα Marmon-Herrington και οδηγήθηκε στην πρώτη γραμμή.

Η προσωπική διήγηση παγώνει, το πρώτο πρόσωπο γίνεται ξανά τρίτο. Ο  συγγραφέας προσπερνώντας πιθανές υποκειμενικές αγκυλώσεις στην ανασκόπηση των ιστορικών λόγων που οδήγησαν στην τραγωδία περνάει σε αξιολογική κρίση των πολιτικών προσώπων, συμπεριφορών, και καταστάσεων, ενώ το ιστορικό απόσταγμα μετά από 4 δεκαετίες τριβής με το θέμα είναι πως η πλήρης «τουρκοποίησις» της Κύπρου που δεν επετεύχθη το 1974 προωθήθηκε, υποστηρίχθηκε και συνεχώς έβρισκε γόνιμο έδαφος χρόνια αργότερα μετά την τουρκική εισβολή. Οι γνωστοί γνώριμοι, εντός και εκτός των τειχών, βρίσκονταν πάντα εκεί για να προωθήσουν τις ανθελληνικές τους θέσεις αποτελώντας τους κύριους «ενόχους» των δεινών της μεγαλονήσου.

Ο Λοχίας Αργυρόπουλος, πριν προχωρήσει στην παράθεση των δεκάδων τεκμηρίων στο δεύτερο μέρος των παραρτημάτων, καταλήγει στο κύριο μέρος με τη ρήση, «Δεν ξεχνώ, Δεν μπορώ να ξεχάσω και δεν θέλω να ξεχάσω» σε μια παράκληση να μην ξεχάσουμε την ιστορία, ώστε να μην θαφτεί η αλήθεια.

Συνολικά, το βιβλίο αποτελεί το επιστέγασμα της προσωπικής εμπειρίας του Αργυρόπουλου σε συνδυασμό με τη μακροχρόνια έρευνα και ανάλυση των γεγονότων που οδήγησαν στη διχοτόμηση την Κύπρου και στην παράνομη κατοχή μεγάλου εδάφους από τις Τουρκικές δυνάμεις, ενώ όπως καταγράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, αποτέλεσε την προσπάθεια να εκπληρώσει το δικό του χρέος προς το θεό, τους συμπολεμιστές του και την αλήθεια.

Το δοκίμιο αυτό, ως ένα ακόμα λιθαράκι στην αποσαφήνιση της πραγματικής καταστάσεως των γεγονότων πριν και κατά τη διάρκεια της Τουρκικής εισβολής αποτελεί ένα πολύτιμο εγχειρίδιο τμηματοποίησης των γεγονότων με πλούσια βιβλιογραφική ανασκόπηση και προσωπικές μνήμες από τον «πρωταγωνιστή» συγγραφέα, σε πρώτο πρόσωπο, ως βετεράνο του πολέμου, αλλά και σε τρίτο πρόσωπο ως συγγραφέα-μελετητή των γεγονότων και των συνθηκών που διαμόρφωσαν την εμπόλεμη-γκρίζα κατάσταση.

Η παρουσίαση του βιβλίου: «Οι Ένοχοι» του Νικολάου Αργυρόπουλου θα πραγματοποιηθεί στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών (Ριζάρη 2-4, Αθήνα), Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023, 6μμ.

Αντίτυπα θα διατίθενται στους χώρους του μουσείου.