Ο ορθολογισμός ή ρασιοναλισμός είναι μια κατεύθυνση της φιλοσοφίας που αποδέχεται ως γνώμονα και αφετηρία της γνώσεως τη λογική σκέψη. Από την περίοδο του διαφωτισμού ο ορθολογισμός συνδέεται συνήθως με την εισαγωγή των μαθηματικών μεθόδων στη φιλοσοφία, αρχικά με το έργο των Ντεκάρτ, Λάιμπνιτς και Σπινόζα.
Δηλαδή, τα βασικά στοιχεία της γνώσης μπορούν να αναζητηθούν στο νου μας. H γνώση αυτή μπορεί να αποκληθεί a priori ή προ-εμπειρική, αφού φαίνεται να είναι δυνατή πριν ή ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπειρία. Παρ’ όλο που το πρόβλημα της προέλευσης της γνώσης και οι βασικές αντίθετες τοποθετήσεις δεν αναλύθηκαν εκτενώς πριν από τη νεότερη εποχή, στην αρχαιότητα σημαντικός εκπρόσωπος της ορθολογιστικής προσέγγισης μπορεί να θεωρηθεί ο Πλάτων. Για τον Πλάτωνα η ανθρώπινη γνώση βασίζεται κατ’ αρχάς στην ανάμνηση των ιδεών που έχει αντικρίσει η αθάνατη ψυχή προτού ενσαρκωθεί στο σώμα.
Ο ορθολογισμός δηλαδή είναι η συνολική φιλοσοφική κατεύθυνση που αποδέχεται ως γνώμονα και αφετηρία της γνώσης τη λογική σκέψη. Από την περίοδο του Διαφωτισμού ο ορθολογισμός συνδέεται συνήθως με την εισαγωγή των μαθηματικών μεθόδων στη φιλοσοφία, αρχικά με το έργο των Ντεκάρτ, Λάιμπνιτς και Σπινόζα.
Ο ορθολογισμός συχνά έρχεται σε αντιπαράθεση με τον εμπειρισμό. Στη πράξη οι απόψεις αυτές δεν αποκλείονται αμοιβαία, αφού για παράδειγμα η φιλοσοφία της επιστήμης είναι και ορθολογιστική και εμπειρική. Αν τραβήξουμε όμως τον εμπειρισμό στα άκρα, θεωρούμε ότι όλες οι ιδέες προέρχονται από την εμπειρία, είτε μέσω των πέντε εξωτερικών αισθήσεων, είτε μέσω των εσωτερικών αισθήσεων όπως ο πόνος και η ευχαρίστηση, και επομένως ότι η γνώση βασίζεται ουσιαστικά στην εμπειρία.
Αντιστοίχως, ορισμένες εκδοχές του ορθολογισμού υποστηρίζουν ότι ξεκινώντας με βασικές θεμελιώδεις αρχές, όπως τα αξιώματα της γεωμετρίας, θα μπορούσε κανείς να αντλήσει απαγωγικά το σύνολο ολόκληρης της δυνατής γνώσης. Οι φιλόσοφοι που υποστήριζαν περισσότερο την άποψη αυτή ήταν ο Σπινόζα και ο Λάιμπνιτς, οι προσπάθειες των οποίων να αντιμετωπίσουν τα επιστημολογικά και μεταφυσικά προβλήματα που έθεσε ο Ντεκάρτ οδήγησαν σε ανάπτυξη μιας κάπως θεμελιοκρατικής προσέγγισης του ορθολογισμού. Τόσο ο Σπινόζα όσο και ο Λάιμπνιτς υποστήριζαν ότι κατ’ αρχήν τουλάχιστον όλες οι γνώσεις, συμπεριλαμβανομένων των επιστημονικών γνώσεων, μπορούν να αποκτηθούν με τη χρήση του ορθού λόγου και μόνο. Αν και οι δύο παραδέχονταν ότι αυτό δεν είναι δυνατό στην πράξη για τον άνθρωπο, παρά μόνο σε συγκεκριμένες περιοχές της επιστήμης όπως είναι τα μαθηματικά.
Με την κατάλληλη νοητική άσκηση και μέσα από τη μελέτη των μαθηματικών, η ψυχή μπορεί να γνωρίσει τη βαθύτερη πνευματική πραγματικότητα των ιδεών, οι οποίες υπάρχουν αιώνια, ενώ ο υλικός κόσμος αποτελεί ατελή αντανάκλαση τους.
Πρώτος μεγάλος ορθολογιστής των νεότερων χρόνων είναι αναμφισβήτητα ο Ντεκάρτ (Καρτέσιος). Για τον Ντεκάρτ η κατασκευή ενός συμπαγούς οικοδομήματος της γνώσης οφείλει να στηριχτεί στις πεποιθήσεις εκείνες που ο ορθός λόγος έχει θωρακίσει τόσο ισχυρά, ώστε τίποτα απολύτως να μην μπορεί να τις κλονίσει. Για να μπορέσουμε να εντοπίσουμε τέτοιου είδους πεποιθήσεις, ο Ντεκάρτ προτείνει να εφαρμόσουμε τη μέθοδο της συστηματικής αμφιβολίας: μας καλεί δηλαδή να διανύσουμε το πλήρες φάσμα των πεποιθήσεων μας και να επιλέξουμε, στο τέλος της διαδικασίας, αυτές γα τις οποίες στάθηκε αδύνατον να αμφιβάλουμε.
O Ντεκάρτ επικαλείται τα κριτήρια της σαφήνειας και την ευκρίνειας, χαρακτηριστικά που συνοδεύουν πάντα τις αληθείς ιδέες μας και τις καθιστούν εναργείς. Οι βασικές μας ιδέες, οι οποίες αποτελούν παραστάσεις των ουσιωδών χαρακτηριστικών των υλικών και των πνευματικών όντων, έχουν εμφυτευθεί στον νου μας από τον Θεό. Τις έμφυτες αυτές ιδέες τις συλλαμβάνουμε ενορατικά και άμεσα, χωρίς να χρειάζεται να ακολουθήσουμε κάποια συλλογιστική διαδικασία. Ακόμη και το «σκέφτομαι, [άρα] υπάρχω» δε χρειάζεται το συμπερασματικό «άρα», εφόσον προβάλλει στον νου μας με άμεση βεβαιότητα και δεν αποτελεί συμπέρασμα μιας συλλογιστικής διαδικασίας.
O τρόπος με τον οποίο ο Ντεκάρτ επιχειρεί να αξιοποιήσει την απόλυτη (αλλά πολύ περιορισμένη) αυτή βεβαιότητα και πάνω της να οικοδομήσει τη γνώση του πραγματικού κόσμου μελετάται και ερμηνεύεται από τους φιλοσόφους μέχρι σήμερα.
Άλλοι ορθολογιστές, που προσπάθησαν να βελτιώσουν τη θεώρηση του Ντεκάρτ και οπωσδήποτε να αποφύγουν τις παγίδες στις οποίες τον οδήγησε η υπερβολική μεθοδολογική του αμφιβολία, είναι ο Ολλανδός Μπαρούχ Σπινόζα (17ος αιώνας) και ο Γερμανός Γκοτφριντ Λάιμπνιτς (17ος-18ος αιώνας).
Οι δύο τελευταίοι υποστηρίζουν ότι ξεκινώντας από βασικές θεμελιώδεις αρχές, όπως τα αξιώματα της γεωμετρίας, θα μπορούσε κανείς να αντλήσει απαγωγικά το σύνολο ολόκληρης της δυνατής γνώσης. Έτσι, προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τα επιστημολογικά και μεταφυσικά προβλήματα που έθεσε ο Ντεκάρτ και που οδήγησαν στην ανάπτυξη μιας κάπως θεμελιοκρατικής προσέγγισης του ορθολογισμού.
Τόσο ο Σπινόζα όσο και ο Λάιμπνιτς υποστήριζαν ότι κατ’ αρχήν τουλάχιστον όλες οι γνώσεις, συμπεριλαμβανομένων των επιστημονικών γνώσεων, μπορούν να αποκτηθούν με τη χρήση του ορθού λόγου και μόνο. Αν και οι δύο παραδέχονταν ότι αυτό δεν είναι δυνατό στην πράξη για τον άνθρωπο, παρά μόνο σε συγκεκριμένες περιοχές της επιστήμης όπως είναι τα μαθηματικά.
Επίσης, σύμφωνα με τους Λάιμπνιτς και Σπινόζα ο νους μας μπορεί να κατανοήσει τα βασικά στοιχεία της δομής της πραγματικότητας στηριζόμενος στη χρησιμοποίηση έμφυτων ιδεών και λογικών αρχών.
O σημαντικότερος ίσως ορθολογιστής των νεότερων χρόνων είναι ο Χέγκελ, ο οποίος πίστευε ότι ο ορθός λόγος του επέτρεπε να κατανοήσει πλήρως και να προβλέψει την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας.
Αρχισυντάκτρια Politically Incorrect – Αρθρογράφος – Πολιτικός επιστήμονας