Γράφει ο Νίκος Λεγάκης

Παρακολουθώντας τα πεπραγμένα στην ελληνική τηλεόραση θα συνειδητοποιήσει κάποιος πως υπάρχουν πολλές και διάφορες αφορμές για την σύνταξη ενός άρθρου. Είναι τόσα πολλά τα ζητήματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία αυτή την περίοδο που αν μη τι άλλο μόνο ως ήρεμη δε μπορεί να χαρακτηριστεί. Εξέλιξη και επιπτώσεις κορονοϊού, πορεία εμβολιασμών, κορονοπάρτι, δολοφονία Καραϊβάζ, ελληνοτουρκικά, ελληνική εξωτερική πολιτική και άλλα πόσα θέματα, έρχονται για να συμπληρώσουν το πάζλ της τρέχουσας ελληνικής θεματολογίας . Ωστόσο, ένα συγκεκριμένο ζήτημα μου έκανε την μεγαλύτερη αίσθηση και νομίζω πως είναι το σημαντικότερο που πρέπει να σχολιαστεί. Το ζήτημα αυτό σχετίζεται με την άρνηση της μητέρας να κάνει το self test στο παιδί της την περασμένη εβδομάδα .

Αν το παρατηρήσουμε μεμονωμένα, σίγουρα δεν έχει καμία ιδιαίτερη αξία, δεδομένου πως σε έναν κόσμο που αυτή τη στιγμή φιλοξενεί 7 δις ανθρώπων υπάρχουν και 7 δις διαφορετικά σκεπτικά και επομένως ο καθένας μπορεί να λειτουργεί με βάση το τι θεωρεί ως ορθότερο για την ζωή του και αυτούς που το ενδιαφέρουν. Πάντα, με γνώμονα το δημοκρατικό πλαίσιο (εφ’ όσον μιλάμε για δημοκρατικές κοινωνίες ) και τα όρια που θέτουν οι νόμοι της εκάστοτε δημοκρατικής κοινωνίας . Μπορούμε όμως να το δούμε ατομικά και όχι ως ένα ευρύτερο πρόβλημα που ταλανίζει την ελληνική πραγματικότητα; θα ήταν ορθό; Δε θα έπρεπε να τεθεί κάποια στιγμή το ζήτημα της παιδείας που λαμβάνουν τα παιδιά από το σπίτι τους;

Η κοινωνική διάσταση του θέματος – και όσα συμπεράσματα και προβλέψεις απορρέουν από αυτό – είναι πάρα πολύ σημαντική για την εύρυθμη λειτουργία της ελληνικής κοινωνίας. Μια κοινωνία θα πρέπει να προσφέρει κίνητρα εξέλιξης στους πολίτες της (για να μην βαλτώσει), να επιβραβεύει και να τιμωρεί. Να μην δέχεται ωχαδερφισμούς και παραβιάσεις και να είναι παρούσα εκεί που πρέπει όταν πρέπει, προκειμένου να γίνεται τοποθέτηση ή υπενθύμιση των ορίων της, χωρίς ωστόσο να περιορίζει με αντιδημοκρατικό (υπέρ του δέοντος παρεμβατικό/περιοριστικό) τρόπο τις ενέργειες των μελών που την απαρτίζουν.

Γιατί όμως να είναι τόσο μεγάλο ζήτημα το αν μια μητέρα θέλησε να κάνει ή όχι το self test στο παιδί της ειδικά την στιγμή που η πλειοψηφία των υπόλοιπων οικογενειών δε δημιούργησαν τέτοια προβλήματα;

Τέτοιες ενέργειες αναδεικνύουν τα ζητήματα που εμποδίζουν και βάζουν τρικλοποδιές στην πορεία μιας κοινωνίας και εν προκειμένω της ελληνικής. Είναι χαρακτηριστικό του μέσου Έλληνα το «εγώ» («εγώ έχω δίκιο / εγώ ξέρω καλύτερα / εγώ διάβασα το Α από τον «Χ τυχαίο» και επειδή το είπε ο «Χ τυχαίος» είναι 100% αληθές / εγώ είμαι η λογική και εσείς οι παράλογοι που κάνετε αυτά τα τεστ στα παιδιά σας» ) , όπως επίσης και το «θα κάνω ότι θέλω και δε πρόκειται να λογοδοτήσω σε κανένα, αρκεί να περάσει το δικό μου». Μπορεί η πλειοψηφία των συμπολιτών εν προκειμένω να μην ταυτίστηκε με την συγκεκριμένη γυναίκα, παραταύτα , η πλειοψηφία των ίδιων συμπολιτών έχει λειτουργήσει τουλάχιστον μια φορά με βάση τα σκεπτικά που αναλύθηκαν μόλις και αυτό είναι το κύριο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας.

Δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία, το αν έχουμε καλές υποδομές, αν οι πολιτικοί μας ασκούν ουσιαστική πολιτική ή όχι, αν υπάρχει ανεργία, αν γίνονται επενδύσεις, αν οι μισθοί είναι υψηλοί και αν η Τουρκία είναι προκλητική, όταν εμείς λειτουργούμε ατομικιστικά με γνώμονα το προσωπικό σκεπτικό/όφελος/κέρδος . Όταν λειτουργούμε με το σκεπτικό της προηγούμενης παραγράφου είναι λογικό να υπάρχουν κακές υποδομές – λόγω της κακής διαχείρισης των πόρων -, οι πολιτικοί να μην εκφράζουν την κοινωνία – καθώς δεν είναι κανείς διατεθειμένος να βάλει πλάτη και να μην πραγματοποιηθεί το θέλημα του -, να υπάρχει ανεργία, χαμηλοί μισθοί και καλλιέργεια ενός απαγορευτικού περιβάλλοντος για επενδύσεις και βεβαίως να είναι προκλητική η Τουρκία δεδομένου πως η εντός των συνόρων λειτουργία της χώρας εκπέμπεται και εκτός.

Σε σχέση με το επίκαιρο ζήτημα και βάσει προσωπικών βιωμάτων, παρατηρώ το πόσο έχουν αλλάξει οι εποχές και η αντιμετώπιση των γονιών προς τα παιδιά τους. Μόλις τρεις μήνες έχουν περάσει από τον ξυλοδαρμό του σταθμάρχη στο μετρό της Ομόνοιας. Σας υπενθυμίζω πως η δήλωση της μητέρας ήταν «είναι καλά παιδιά έχουν και proficiency». Αντίστοιχα, τον Δεκέμβριο του 2020, περπατώντας για να πάω σε μια υποχρέωση μου, σάστισα όταν έπεσε ένα αγοράκι πάνω μου (ήταν δεν ήταν 10 ετών) και όταν ακαριαίως του ζήτησα συγνώμη, μου απάντησε με ένα θράσος και ένα τσαμπουκά που δύσκολα τα βρίσκεις κάπου. Το τραγικό ήταν πως οι γονείς του από δίπλα συνέχισαν αμέριμνοι την βόλτα τους δίχως να δώσουν την παραμικρή σημασία στο περιστατικό. Αντίθετα, ακόμα θυμάμαι τις αντιδράσεις και το πώς αντιμετώπιζε η μητέρα μου τις προεφηβικές μου ατασθαλίες, που πλέον, πλησιάζω σε λίγα χρόνια τα ηλικιακά όρια που θα μπορώ να χαρακτηρίζομαι ως «ημιπιτσιρικάς» και αναλογιζόμενος τις τότε συνέπειες των πράξεων μου, αυτομάτως επαναπροσδιορίζονται τα όρια μου.

Εν κατακλείδι, το πρόβλημα δεν είναι το τι συμβαίνει γύρω μας, αλλά το πώς κινούμαστε εμείς στο πεδίο δράσης μας. Μια κοινωνία αποτελείται από τις οικογένειες που την απαρτίζουν. Όλα λοιπόν ξεκινάνε από την οικογένεια και την παιδεία που λαμβάνει ο αυριανός πολίτης. Εκεί είναι που πρέπει να εστιάζεται η προσοχή προκειμένου να εξασφαλιστεί η εύρυθμη κοινωνική λειτουργία.

Υ.Γ. Ευτυχώς που την ίδια ακριβώς ημέρα με το περιστατικό που μου έδωσε την αφορμή να γράψω το παρόν άρθρο γνωστοποιήθηκε η υποτροφία του Έλληνα μαθητή στο σπουδαίο Yale και έγινε επίσης ξεκάθαρο πως υπάρχει και η θετική πλευρά της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή που προσφέρει αχτίδες αισιοδοξίας και ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο.