Μια γρήγορη αναζήτηση στο διαδίκτυο αποκαλύπτει τέσσερα βασικά κύματα μετανάστευσης Ελλήνων στο Βέλγιο:
1.Τη δεκαετία 1910-1920, και κυρίως μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 22
2. Κατά τη δεκαετία του 1950 προς αναζήτηση εργασίας στα ανθρακωρυχεία μετά από συμφωνία των δύο κρατών
3. Μετά το 1981 με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ τότε και με την ιδιότητα του οικονομικού μετανάστη
4. Και τέλος, από το 2008 και επτά, ως συνέπεια της κρίσης
Η ελληνική κοινότητα που δημιουργήθηκε τα τελευταία 100 χρόνια στην πρωτεύουσα των ευρωπαϊκών θεσμών είναι, προφανώς, σημαντική, και η δράση της ακόμα σημαντικότερη.Δραστηριότητες, εκδηλώσεις και γνωριμίες που γίνονται μέσω και χάρη σ’ αυτήν βοηθούν την ένταξη του Έλληνα σε ένα νέο κράτος, και στη δημιουργία ενός αισθήματος ανήκειν που αφαιρεί μεγάλο βάρος από τις πλάτες του μετανάστη.
Υπάρχει όμως αρνητική πλευρά στην ανοιχτή αγκαλιά που προσφέρεται έτσι στον Έλληνα πριν καν πατήσει το πόδι του στο εξωτερικό;
Ίσως και ναι. Bear with me και μη με λιντσάρετε αμεσως, εξηγούμαι:
Κάτι οι σελίδες τύπου Greeks in Brussels, κάτι η κοινότητα και οι εκδηλώσεις της, κάτι η παρουσία των Ελλήνων σε κάθε γωνιά της χώρας, μπορεί κανείς να ζήσει εδώ με ελάχιστες μη ελληνικές ή έστω ελληνόφωνες επαφές.
Και ερωτώ: Γιατί; Γιατί να ghettoποιούμαστε;
Γιατί να αναζητουμε μονίμως αυτό που ξέρουμε μονάχα, και να μην προσπαθούμε να ανακαλύψουμε καινούργια πράγματα;
Γιατί να υπάρχουν αυτή τη στιγμή άνθρωποι που μετά από 50 χρόνια στο Βέλγιο δε μιλούν λέξη γαλλικά;
Δεν θα έπρεπε να κάνουμε μια προσπάθεια να ενταχθούμε στη Βέλγικη κοινωνία;
Δε θα έπρεπε να συναναστρεφόμαστε με τους συνανθρώπους μας από όπου και να προέρχονται;
Ως σωστοί Έλληνες, δε θα έπρεπε να εφαρμόζουμε το λατρεμένο μας κανόνα “Μέτρον Άριστον”(και όχι “παν μέτρον άριστον” για να μην τρίζουν τα κόκκαλα του κακομοίρη του Κλεόβουλου);
Προσωπικά, παρότι δηλώνω ενοχή του λάθους αυτού, θεωρώ πως θα έπρεπε να προσπαθούμε να προσαρμοστούμε λίγο καλύτερα. Ας μην προσκολλώμεθα στο παρελθόν μας ο καθένας, και ας εξελισσόμεθα. Πιστέψτε με, δε χάνουμε την ελληνική μας ταυτότητα, προσθέτουμε μονάχα μια ακόμη.