Γράφει η Ιωάννα Τρίγκα

Θηριωδία. Μια λέξη που φαινομενικά δε θα έπρεπε να ταυτίζεται με την εξευμενισμένη ανθρώπινη φύση.

Πολιτισμός. Μια εκ διαμέτρου αντίθετη λέξη, όπου το ανθρώπινο είδος παλεύει ανά τους αιώνες προκειμένου να καταφέρει να αντικατοπτρίσει εντός αυτής το αίσθημα την κοινωνίας.

Μεταξύ των δύο λέξεων υπάρχει ένα νοητό, τεντωμένο κατά τ’ άλλα σχοινί, το οποίο όχι μόνο δεν κινδυνεύει να σπάσει, αποκόπτοντας την κάθε λογής δυνατότητα εξομοίωσής τους. Αλλά το μήκος του μειώνεται ολοένα περισσότερο.

Από τη μία πλευρά, θαρρείς πως προσεγγίζουμε την έννοια του πολιτισμού, εξυμνώντας τον μέσω εορτασμών. Από την αντίπερα όχθη, οι ειδήσεις και τα γεγονότα φιμώνουν καθημερινά την όποια προσπάθεια ενστερνισμού της έννοιας των εντός των συνόρων ανθρωπίνων κοινωνιών.

Αυλαία μεταξύ αυτών αποτελεί η τρίτη και πιο τρανταχτή λέξη όλων. Τραγωδία. Συνυφασμένη με κάποια από τις ενδόμυχες φύσεις του ατόμου, κρυμμένη σε βιβλία σχολικά, αποδοσμένη από μεγάλους σοφούς αρχαιοτάτων χρόνων. Η μεσότητα όμως πού να βρίσκεται άραγε;

Ξαφνικά ακούγονται φωνές.

Μια γυναίκα ουρλιάζει από πόνο αντιμέτωπη με την οργή στα σωθικά μιας άλλης, καθώς το οξύ της καίει το πρόσωπο και τα ρούχα λιώνουν πάνω της αργά και βασανιστικά.

Ένα παιδί παραδίπλα κλαίει αδύναμο, εξαιτίας των χεριών των γονιών του που με λύσσα προσγειώνονται επάνω στο δέρμα του.

Μια άλλη γυναίκα τώρα ωρύεται και ακούγεται πεντακάθαρα έξω από το παράθυρο του διαμερίσματός της, καταριέται για τη μοίρα της.

Ένας άντρας βγαίνει σκυθρωπός από το σπίτι του, κοπανώντας πίσω του την πόρτα και παίρνει μια βαθιά ανάσα, ρουφώντας το οξυγόνο που λείπει πίσω από τις κεκλεισμένες θύρες.

Κι έπειτα ακούγεται μια φωνή από την τηλεόραση να λέει: «Η καραντίνα γέννησε την ευαισθητοποίηση, επέφερε την ενότητα μεταξύ των ανθρώπων.» Εκεί, επί τόπου, αναδύεται η σκέψη για την υπόσταση ενός παράλληλου σύμπαντος ή μιας διαστρεβλωμένης οπτικής της αλήθειας, μια άγνοια κινδύνου για τα δεινά.

Όσο και αν εθελοτυφλούμε, η καραντίνα αποτέλεσε τη φυλακή μας. Σύντομη σε διάρκεια χρόνου, επιζήμια στη ψυχοσύνθεση και την καθημερινότητά μας.

Οι άνθρωποι ήρθαν αντιμέτωποι με μια αλλοπρόσαλλη και πάλαι ποτέ καινούρια κατάσταση για τα σημερινά δεδομένα της ζωής τους.

Σαν τα άγρια ζώα της ζούγκλας, όπου γεννιούνται προκειμένου να ζήσουν κοντά στη φύση και ξάφνου κάποιοι ορίζουν τη ζωή τους μέσα σε ένα κλουβί όπου εκεί η ελευθερία τους ισοδυναμεί με τη – φιλήδονη για τα μάτια των «έλλογων» όντων – σκηνή ενός τσίρκου.

Ίσως, τελικά, η εσώκλειστη, επιτακτική για το κοινό καλό στον τομέα της υγείας ανάγκη εγκλεισμού εν όψει της πανδημίας έθρεψε πολύ περισσότερο τα πρωτόγονα ένστικτά μας και έβγαλε στην επιφάνεια μια αγριότητα. Μια αγριότητα, έτοιμη να κατασπαράξει τα όποια βήματα έχουμε κάνει ως ανθρωπότητα μπροστά στην προσπάθεια διαφυγής από την αντικειμενική, κρυφή αλήθεια του εαυτού μας.

Δεν ήταν η επιστήμη της ψυχολογίας με τα στατιστικά της στοιχεία, αλλά η ίδια η πραγματικότητα που πρόλαβε το οποιοδήποτε καταληκτικό συμπέρασμα. Από την άλλη, φυσικά, είναι πολύ εύκολο να μιλάμε για ευτυχισμένες ζωές στη βολή μεζονετών, όπου στον πρώτο τσακωμό που υφίσταται, εσύ θα τρέξεις να σωθείς στην απομόνωση του δωματίου χωρίς να αντικρίσεις τον άλλον για όσο χρειαστεί. Το χαμόγελο επέρχεται αβίαστα στο πρόσωπο ενός χορτάτου -από το φαγητό- ατόμου όπου περήφανος θα τρέξει να ξεκουραστεί στον όμορφα περιποιημένο κήπο του.

Όταν όμως η ίδια η ζωή σου δείχνει τα δόντια της, η υποχρέωση της σκληραγώγησης για λόγους επιβίωσης φαντάζει μονόδρομος.  Ίσως λοιπόν το μέτρο σύγκρισης, ο άξονας αναζήτησης της αγριότητας μετριέται πολύ καλύτερα όταν βάλεις όλους τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν την ίδια κατάσταση με τα ίδια όπλα ανά χείρας. Παρ’ όλα αυτά, η σημασία κάθε κατάστασης και μεμονωμένου συναισθήματος πρέπει να εξεταστεί διεξοδικά.

Επιπροσθέτως, η κατάταξη των πράξεων στα κουτάκια μεταξύ συνειδητού-υποσυνειδήτου-ασυνειδήτου θα καταστήσει το έργο δύσβατο αρχικά αλλά ωφέλιμο μελλοντικά.

Συνεπώς, σε πράξεις αποτρόπαιης αγριότητας και δη μιας ειδεχθούς εγκληματικής ενέργειας έναντι συνανθρώπων όπου οι συνέπειες είναι εξ ολοκλήρου καταστροφικές, θα πρέπει να εξαιρεθούν από το νου περιπτώσεις που χρήζουν ψυχιατρικής βοήθειας.

Το μονοπάτι δεν ανήκει στην κοινωνία, ούτε κατά διάνοια στη βούληση του καθενός, αλλά εντός της βοήθειας ειδικών σωματείων και ειδημόνων επί του αντικειμένου. Εν τοιαύτη περιπτώσει τα μέτρα και τα σταθμά αποκτούν διαφοροποιημένο χαρακτήρα.

Μήπως όμως εν τέλει το πείραμά μας να έρθουμε πιο κοντά στον εαυτό μας απέτυχε;

Ή μήπως ο εαυτός μας δεν είναι ένας, αλλά τα παραθυράκια είναι πολύ περισσότερα κι απόκρυφα;