Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπαλατσός

Η Αγία Σοφία κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά κάθε Έλληνα που σέβεται την πολιτιστική και ιστορική του κληρονομιά. Είναι το ορόσημο της χιλιόχρονης βυζαντινής αυτοκρατορίας, το διαμάντι του χριστιανισμού και η Εκκλησία στην οποία ψέλνονταν μεγαλοπρεπώς ο Ακάθιστος Ύμνος. Η κίνηση του επίδοξου Σουλτάνου να την μετατρέψει σε τζάμι πράγματι μας λύπησε, μας χτύπησε στο ευαίσθητο σημείο και ενίοτε μας εξόργισε. Πέρα από τον υψηλό συμβολισμό αυτής της κίνησης, γεγονός που θέλω να αποφύγω να αναλύσω, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν τα όποια αντίποινα σε διμερές επίπεδο ωφελούν πράγματι τα εθνικά συμφέροντα ή αν ελλοχεύουν κίνδυνοι από την παρορμητική και συναισθηματική αντιμετώπισή της. Στην εξωτερική πολιτική οφείλουμε πάντοτε να εξετάζουμε, πέρα από τα προφανή και φανερά, εκείνα που μένουν στην επικίνδυνη αφάνεια του παρασκηνίου.

Αρχικά, διπλωματικός στόχος της Ελλάδος ήταν και είναι η διεθνοποίηση της προκλητικής τουρκικής στάσης με απώτερο στόχο την δημιουργία ενός αντιτουρκικού μετώπου.  Ορθώς διεξάγεται ένας διπλωματικός μαραθώνιος από την ελληνική πλευρά φέρνοντας τους Ευρωπαίους προ των ευθυνών τους, απαιτώντας μια αυστηρή και ξεκάθαρη θέση εναντίον του τουρκικού ιμπεριαλισμού. Ας μην μας φοβίζουν οι λέξεις και οι έννοιες· πράγματι διαμορφώνεται στην γειτονική χώρα μια ιμπεριαλιστική πολιτική, η οποία σύμφωνα με το διάγγελμα του Ερντογάν έχει βλέψεις μέχρι την Ισπανική Ανδαλουσία. Η καλύτερη λύση προκύπτει πάντοτε από την σωστή ιχνηλάτιση του προβλήματος και, δυστυχώς, δίπλα μας αναπτύσσεται μια δύναμη που επιδιώκει να αποκτήσει τον ρόλο του περιφερειακού τοποτηρητή ολόκληρης της Μεσογείου. Αν στην παρούσα φάση αντιμετωπίζαμε το ζήτημα της Αγίας Σοφίας ως διμερές, θα καταφέρναμε να αποδυναμώσουμε την θέση μας σε αυτό που κυρίως μας «καίει», δηλαδή τις εξαγγελίες της Άγκυρας για έρευνες νοτίως της Κρήτης. Κάθε προκλητική ενέργεια της Τουρκίας πρέπει να εντάσσεται μέσα στo πλαίσιο διεθνοποίησης του προβλήματος, καθιστώντας σαφές προς πάσα κατεύθυνση ότι αν η Ελλάδα δεν καταφέρει να αντιμετωπίσει με επιτυχία αυτή την πρόκληση, σειρά θα έχουν και οι υπόλοιπες μεσογειακές χώρες. Ο Ερντογάν, λοιπόν, πέρα από τον υψηλό συμβολισμό της κίνησής του, ίσως επεδίωκε να αποπροσανατολίσει την ελληνική εξωτερική πολιτική, καθώς διπλωματικά αυτή την στιγμή η Τουρκία βρίσκεται πλήρως εκτεθειμένη, ευελπιστώντας ότι θα αντιδράσουμε βιαστικά και θα υιοθετήσουμε μια λογική αντιποίνων, τα οποία πιθανώς να μας εξέθεταν στην διεθνή κοινότητα. Άλλωστε, η στρατηγική αντιστροφής των καταστάσεων χαρακτηρίζει πλήρως την τουρκική πλευρά. Ας μην ξεχνάμε ότι στον Έβρο, ενώ επιχείρησε μια υβριδική εισβολή με στόχο την πολιτική αποσταθεροποίηση, εν συνεχεία παρουσίασε την Ελλάδα ως χώρα αφιλόξενη η οποία αρνείται σε κατατρεγμένους ανθρώπους ένα καλύτερο αύριο. Συνεπώς, οι όποιες απαντήσεις σε τέτοια ζητήματα πρέπει να προέρχονται από ένα συμπαγές και ενιαίο αντιτουρκικό μέτωπο και όχι μονομερώς. Αποκλειστικός στρατηγικός στόχος της Ελλάδος οφείλει να είναι η διεύρυνση αυτού του μετώπου, εφοδιάζοντας το διπλωματικό της οπλοστάσιο με κάθε παραβατική κίνηση της γείτονος χώρας και ταυτοχρόνως να ενισχύει την αποτρεπτική της ισχύ.

Το γεωπολιτικό παιχνίδι του Ερντογάν αποδεικνύεται πολυεπίπεδο. Οφείλουμε να παραμείνουμε ψύχραιμοι, αποφασιστικοί, προσηλωμένοι και προσανατολισμένοι στην υπεράσπιση της εθνικής μας κυριαρχίας όταν και όποτε το απαιτήσουν οι καταστάσεις. Πρέπει να πορευτούμε το δικό μας μονοπάτι και όχι αυτό που θα ήθελε ο Ερντογάν με τις όποιες κινήσεις αποπροσανατολισμού.