Κατά το έτος 430 π.Χ , εν εξελίξει του Πελοποννησιακού Πολέμου, ξεσπά στην Αθήνα

γράφει ο Αντώνης Βλάχος

λοιμός. Η σημασία του γεγονότος έγκειται όχι μόνο εντός του ιστορικού πλαισίου, αλλά και στις κοινωνικές συνέπειες που επέφερε στη δομή της πολιτείας της εποχής. Υπό το κράτος του φόβου, της αβεβαιότητας και απελπισίας, ο άνθρωπος χάνει τον εαυτό του, λησμονεί τις αρχές του, αφοσιώνεται στις παροδικές απολαύσεις και απεμπολεί τα στοιχεία εκείνα που όριζαν προηγουμένως τη φύση του. Για τις κοινωνικές επιπτώσεις του γεγονότος τούτου πληροφορεί ο ιστορικός Θουκυδίδης στο έργο του Ἱστορίαι (2, 47-54). Μάλιστα σχεδόν σοκάρεται κανείς από την διαχρονικότητα του κειμένου, αφού θυμίζει αναλύσεις για τις παρούσες συνθήκες της πανδημίας του κορωνοϊού.
Το φοβερότερο χαρακτηριστικό της ασθένειας, λέγεται από τον ιστορικό, ήταν ο ρυθμός μεταδοτικότητάς της, ο οποίος επέφερε δραματικές επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή και ηθική των ανθρώπων. Χαρακτηριστικά αναφέρονται η παρανομία, η θρησκευτική αβεβαιότητα, και το αίσθημα εξαθλίωσης. Όλα αυτά επέτειναν ακόμα περισσότερο το «εύθραυστον» που χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, κανείς δεν φοβόταν ούτε τους θεϊκούς ούτε τους ανθρώπινους νόμους, κατέφευγε σε κάθε ασέβεια και παρανομία επειδή κανείς δεν πίστευε ότι θα επιζήσει για να λογοδοτήσει για τα εγκλήματά του και να τιμωρηθεί γι’ αυτά. Αντιθέτως, όλοι ανεξαιρέτως θεωρούσαν τον λοιμό ως την μεγαλύτερη τιμωρία. Το εφήμερο του πράγματος διαφαίνεται στο ότι πολλοί ήταν εκείνοι που βλέποντας το επερχόμενο τέλος τους κατέφευγαν σε κάθε είδους ηδονή, χωρίς κανένα μέτρο. Ήθελαν να χαρούν τη ζωή που τους είχε απομείνει όσο καλύτερα μπορούσαν. Το ίδιο εφήμερο ή χωρίς πια ιδιαίτερο νόημα ήταν η επιδίωξη κάθε ενάρετου σκοπού. Θεωρούταν αμφίβολο το αν θα προλάβει κανείς να τον επιτελέσει. Μόνη σημασία είχε οτιδήποτε παρείχε άμεση απόλαυση, ως το πλέον χρήσιμο και ενάρετο.
Ακόμα κι αν μιλούμε για διαφορετικές ιστορικές χρονικά περιόδους, τότε και τώρα, ακόμα κι αν οι ισχύουσες ιατροφαρμακευτικές πρακτικές είναι διαφορετικές, τηρουμένων των αναλογιών, το ζήτημα του εκμαυλισμού και του εξανδραποδισμού του ανθρώπου κρίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ και μάλιστα σε συνθήκες βαρύνουσας σημασίας. Μπορεί, με άλλους λόγους, να πρόκειται για σύγκριση μεταξύ επιδημιών του 430 π. Χ και του σήμερα, ωστόσο είναι καταφανές το ανθρώπινο υπόβαθρο. Στον 21ο αιώνα, σε μία εποχή που η τεχνολογία και τα επιτεύγματα της ιατρικής δεσπόζουν, που οι ανθρώπινες ανάγκες εξυπηρετούνται ταχύτατα και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αναβαθμίζοντας συνάμα το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων, σε αυτήν ακριβώς την εποχή ο άνθρωπος δεν έχει απολέσει τα ζωώδη ένστικτά του. Πρόκειται για το περίφημο «ένστικτο της αυτοσυντήρησης» που κινητοποιεί σημείο του εγκεφάλου ώστε να καταφέρει να επιζήσει υπό δύσκολες ή αντίξοες συνθήκες. Παρανοείται όμως η σημασία του όρου από τη στιγμή που, ήδη από τον χρυσό αιώνα του Περικλή, ο άνθρωπος από κοινωνικό και πολιτικό ον μετατρέπεται σε υπάνθρωπο στο βωμό της εξυπηρέτησης των αναγκών του.
Η παρανομία, θα μεταφραστεί σε οικειοθελή ανικανότητα για την προσωπική πρόληψη και την κοινωνική συνύπαρξη υπό το καθεστώς του κορωνοϊού. Η τότε απειθαρχία στους νόμους, θα νοηθεί ως έλλειψη σεβασμού στην παρούσα εξουσία υπό την αιτιολογία ότι τίποτε από όλα αυτά που διατείνονται ειδικοί λοιμωξιολόγοι και παράγοντες του πολιτικού συστήματος δεν υφίστανται. Η εξαθλίωση εντός των τειχών των Αθηνών παραπέμπει στην παραβίαση των κανόνων κοινωνικής συνύπαρξης. Η θρησκευτική αμέλεια νοείται ως εκείνη ακριβώς η ανυπακοή ορισμένων ανθρώπων του Θεού που προτάσσουν το θέλημά Του ως υπεράνω κάθε άλλου παράγοντα, αλλά και κάποιων πιστών που τάσσονταν υπέρ αυτής της άποψης. Θυμόμαστε, άλλωστε, συνεντεύξεις κληρικών και ιερέων που διατείνονταν ότι ο κορωνοϊός δεν διαβαίνει το κατώφλι των εκκλησιών και παρόλα αυτά βρέθηκαν αρκετοί θετικοί στον ιό. Τέλος, ως το εφήμερο του πράγματος, στη σύγχρονη εποχή, θα εννοηθεί ο συνωστισμός και συγχρωτισμός σε δημόσιους χώρους και μαγαζιά παρά τις συμβουλές των ειδικών.
Σώφρων δεν ονομάζεται εκείνος που απλώς σκέφτεται, αλλά εκείνος που μαθαίνει να σκέφτεται και να πράττει, καθοδηγούμενος από την λογική έχοντας πλήρη συναίσθηση των καταστάσεων. Ειδικότερα, δε, η διαχρονικότητα των ανθρώπινων συμπεριφορών είναι εμφανής. Όπως και τότε, έτσι και τώρα ο άνθρωπος επιδίδεται στα ίδια πάθη. Οι εποχές έχουν αλλάξει. Ο ίδιος ο άνθρωπος έχει αλλάξει. Οι συνθήκες διαβίωσης και το μορφωτικό του επίπεδο έχουν αναβαθμιστεί. Γιατί η σωφροσύνη ακόμα εκλείπει;

Αναδημοσίευση από εφημερίδα Εστία – 11/09/2020