Γράφει ο Νίκος Λεγάκης

Οι εποχές που ζούμε είναι πολύ σημαντικές και κρίσιμες για το πώς θα διαμορφωθούν τα ελληνικά δεδομένα τα επόμενα χρόνια. Τα πεδία που έχει ανοιχτά η κυβέρνηση αυτή την περίοδο είναι πολλά και είναι όλα σημαντικά το καθένα για τον δικό του λόγου. Κορονοϊός, ελληνοτουρκικά, ελληνικό me too στον θεατρικό χώρο (για την ώρα τουλάχιστον), Μήδεια , Κουφοντίνας. Όπως είναι λογικό, το πλήθος των ανοιχτών ζητημάτων δίνει την δυνατότητα στην αξιωματική αντιπολίτευση να μειώσει την διαφορά από την κυβέρνηση που μετά από σχεδόν ένα χρόνο εγκλεισμού παραμένει μεταξύ 15-20% . Δυστυχώς όμως μέχρι στιγμής κρίνεται ανεπαρκής.

Γιατί όμως κρίνεται ανεπαρκής; Πάμε να δούμε αναλυτικότερα και κατά περίπτωση τα δεδομένα. Θα προτιμήσω να αφήσω εκτός τις περιπτώσεις των ελληνοτουρκικών και του Κουφοντίνα καθώς και τα 2 είναι εξαιρετικά λεπτά ζητήματα τα οποία σηκώνουν μια ιδιαίτερη ανάλυση. Ξεκινώντας από την περίπτωση του κορονοϊού, κοινώς ομολογουμένως η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός έχουν υποπέσει σε σημαντικά σφάλματα, τόσο λειτουργικά όσο και επικοινωνιακά. Το αποκορύφωμα ήταν η επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην Ικαρία, σε ένα νησί το οποίο ψήφισε 35.1 % ΣΥΡΙΖΑ, 30.25% ΚΚΕ και μόλις 19.22% Νέα Δημοκρατία. Ήταν αναμενόμενο, δεδομένης της αντιπολιτευτικής γραμμής που έχει επιλέξει σύσσωμη η αντιπολίτευση, πως θα υπήρχε μια μπανανόφλουδα (μια φωτογραφία) η οποία θα παρουσίαζε τον Πρωθυπουργό με πολύ κόσμο γύρω χωρίς τις αποστάσεις ασφαλείας. Αυτό το γεγονός λοιπόν επέλεξε η αντιπολίτευση να θίξει. Από όσες αστοχίες είχε η κυβέρνηση στο ζήτημα του κορονοϊού, η αντιπολίτευση επέλεξε να σχολιάσει αυτό και άλλα πόσα μικροζητήματα (όπως τα πρώτα 8.000 εμβόλια που ήρθαν με βανάκι) . Μάλιστα, όχι μόνο επέλεξε να αντιπολιτευτεί σε λάθος σημεία αλλά με την πρώτη ευκαιρία ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ σε ζωντανή συνέντευξη επέλεξε να κάνει την περίφημη δήλωση πως δέχεται «το ρίσκο να κολλήσουν κορονοϊό οι διαδηλωτές». Βούτυρο στο ψωμί της Νέας Δημοκρατίας η συγκεκριμένη επίσημη δήλωση για να ξεφύγει από την δυσμενή θέση.

Η 2η περίπτωση που θέλω να σχολιάσω είναι το φαινόμενο Μήδεια. Εν προκειμένω, είδαμε την αντιπολίτευση να κατηγορεί την κυβέρνηση για το ότι έκλεισε η Εθνική οδός και δυστυχώς η απάντηση της κυβέρνησης ήταν το ίδιο ανεπαρκής, του τύπου «είχατε κάνει τα ίδια και χειρότερα όσο κυβερνούσατε». Αρχικά, οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας την επέλεξαν για να πορευτεί με γνώμονα το μέλλον και ξεχνώντας τι συνέβη στο παρελθόν. Όχι για να κατηγορεί την αντιπολίτευση για το πώς έπραξε εκείνη σε πιο ομαλές συνθήκες. Ας το αφήσουμε όμως αυτό και ας επιστρέψουμε στο ζήτημα που απασχολεί περισσότερο.  Σε μια χώρα όπου γίνεται πραγματικά γόνιμος διάλογος και όχι διάλογος εντυπώσεων, η αντιπολίτευση θα εστίαζε στο γεγονός πως η κυβέρνηση θα έπρεπε να έχει δημιουργήσει τις βάσεις που θα εξασφάλιζαν την ταχύτητα στην αντιμετώπιση τέτοιων συνθηκών . Η κυβέρνηση με την σειρά της θα έπρεπε αναφερθεί στο πόσο ακραία ήταν τα καιρικά φαινόμενα (είναι αλήθεια πως το χιόνι δε φτάνει κάθε μέρα μέχρι τον Πειραιά) και στο γεγονός πως οι Έλληνες οδηγοί δεν είναι συνηθισμένοι και κατάλληλα εφοδιασμένοι (π.χ. ειδικά λάστιχα) για τέτοιες καιρικές συνθήκες όπως επίσης και το κράτος δεν αντιμετωπίζει κάθε χρόνο τέτοια φαινόμενα, οπότε είναι αδύνατο να διαθέτει τους πόρους που αναλογούν για την κατάλληλη αντιμετώπιση. Δυστυχώς όμως είναι ουτοπικός ο παραπάνω διάλογος.

Το 3ο προς συζήτηση ζήτημα, είναι η συμπεριφορά της αντιπολίτευσης στο ελληνικό me too. Είναι θλιβερό το γεγονός πως η αντιπολίτευση επιδιώκει την πολιτική εκμετάλλευση του ζητήματος μη σκεπτόμενη το ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να παραμεριστεί αυτό το τόσο σημαντικό κοινωνικό θέμα κάτω από πολιτικές σκοπιμότητες. Αν πάρει πολιτική χροιά για μικροπολιτικούς σκοπούς, φοβάμαι πως θα χαθεί το νόημα του ζητήματος, ο κόσμος θα εστιάσει στην πολιτική διάσταση του και η κοινωνική επιτρέψτε μου την έκφραση…. θα πάει περίπατο. Το χειρότερο όλων; αυτοί που θα πρέπει να πληρώσουν θα χαθούν μέσα στην πολιτική αναταραχή. Μακάρι να βγω λάθος.

Αναφέρθηκα σε όλα τα παραπάνω για να καταλήξω στα παρακάτω. Είναι μια χρυσή ευκαιρία για την αντιπολίτευση να γίνει πραγματικά χρήσιμη για την χώρα, είναι επίσης μια χρυσή ευκαιρία για την κυβέρνηση να επανέλθει στην πορεία που είχε πάρει αρχικά και τον τελευταίο καιρό έχει αποκλίνει σε σημαντικό βαθμό.

Όπως πολύ σωστά ένας φίλος (για ευνόητους λόγους θα διατηρήσω την ανωνυμία του) σε μια συζήτηση περί αυτών των ζητημάτων, ανέφερε πως «η πολιτική ειδικά στην Ελλάδα είναι ένα πεδίο εντυπώσεων όπου δεν υπάρχει χώρος για διαπραγμάτευση και εύρεση λύσεων». Η πλειοψηφία των κομμάτων θεωρεί πως το πολίτευμα έχει μια μορφή «κοινοβουλευτική μοναρχίας» με αποτέλεσμα να μετατρέπεται σε αυτοσκοπό το να μειωθεί ο αντίπαλος και όχι να επέλθει πρόοδος στην χώρα μέσω του γόνιμου διαλόγου και της αντιπαραβολής πραγματικών επιχειρημάτων.

Είναι δεδομένο, με μαθηματική ακρίβεια, πως με τον κορονοϊό και όσα ακόμα ζητήματα τρέχουν και θα τρέξουν παράλληλα, η κυβέρνηση (ειδικά απέναντι σε μιας τέτοιας μορφής αντιπολίτευση) θα απολέσει σημαντικό μερίδιο του πολιτικού της κεφαλαίου. Αν η αντιπολίτευση συνεχίσει με αυτές τις μεθόδους πολύ πιθανόν να ξαναγίνει κυβέρνηση. Τι σημασία θα έχει όμως αν επιλέξει τον εύκολο δρόμο, που είναι να «κλέψει» την θέση της κυβέρνησης και όχι να επιδιώξει την ίση, πρόσωπο με πρόσωπο, αναμέτρηση; Την αναμέτρηση του πραγματικά γόνιμου διαλόγου. Αυτού που δε θα αποσκοπεί στο να σκέφτονται οι πολίτες πως «αυτοί είναι χειρότεροι από τους προηγούμενους» αλλά πως «οι προτάσεις αυτών είναι πολύ σημαντικές για την προοπτική της χώρας καθώς επίσης είναι και πραγματοποιήσιμες». Οι συγκυρίες είναι τέτοιες που με μια σωστή ενέργεια μπορεί να αλλάξουν τα μελλοντικά δεδομένα. Είναι τόσο σημαντικές που η αντιπολίτευση αν λειτουργήσει ορθά θα μπορέσει να επανορθώσει μερικώς για τις ζημιές που προκάλεσε την περίοδο διακυβέρνησης της. Τόσο σημαντικές που η κυβέρνηση μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες της να μείνει στην ιστορία ως επιτυχημένη.