Γράφει ο Παναγιώτης Καμπούρης

Πώς κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές του 2015; Στήνοντας κρεμάλες έξω από τη Βουλή, στοχοποιώντας πολιτικούς του αντιπάλους, καίγοντας μία ολόκληρη πόλη και δημιουργώντας ένα κλίμα διχασμού, φόβου και αγωνίας για το που θα καταλήξει η όλη ιστορία της οικονομικής κρίσης. Αυτό στο κομμάτι της κοινωνίας με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ να πρωτοστατεί σε πορείες και διαδηλώσεις, που έγινε γνωστή ως “κάτω πλατεία”. Σε συνδυασμό με την λαϊκίστικη τακτική που ξεδιπλωνόταν, όσο τα ποσοστά του κόμματος ανέβαιναν πάνω από το 3%, η πενταετία στην εξουσία κύλησε με παρομοιόδη τρόπο. Ο Τσίπρας και οι σύντροφοι του επένδυσαν στο μίσος και στην αγανάκτηση της κοινωνίας έναντι των προκατόχων του για τα λάθη, τις αστοχίες και τα ψέματα που οδήγησαν τη χώρα στο χείλος της οικονομικής καταστροφής.

Το “ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν” που ειπώθηκε σε ανύποπτο χρόνο από βουλευτή και στενό συνεργάτη του πρώην πρωθυπουργού αντικατοπτρίζει πλήρως την στρατηγική που έχει χαράξει ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας από το 2009, όταν και εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής ως πρόεδρος του Συνασπισμού. Ακόμα και ως κυβέρνηση στις δύσκολες για τη χώρα στιγμές βασίστηκε πάνω στο φόβο και την διχόνοια . Μην ξεχνάμε το δημοψήφισμα, την αβεβαιότητα της επόμενης μέρας και την διαβεβαίωση ότι ο στρατός θα διασφαλίσει την σταθερότητα στο εσωτερικό της χώρας, αν χρειαστεί. Αλλά και σε στιγμές που τα γεγονότα δεν επέτρεπαν τη δημιουργία ενός τέτοιου κλίματος, υπήρχε η εναλλακτική της πόλωσης, στοχοποίησης και αποπροσανατολισμού. Ήταν η μοναδική κυβέρνηση που προσπάθησε να εξοντώσει πολιτικά τον οποιοδήποτε που θα επιχειρούσε να σταθεί απέναντι της.

Το μόνο που άλλαξε στην πενταετία της δικής της διακυβέρνησης είναι η “κάτω πλατεία”, η οποία εξαφανίστηκε διά μαγείας, όσο ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν στη κυβέρνηση και ξανά επανήλθε όταν επέστρεψε στα έδρανα της αντιπολίτευσης. Επί πέντε χρόνια τα άβατα στο κέντρο της Αθήνας αποτελούσαν ορμητήρια “παρεμβάσεων” που κανείς δεν τολμούσε ή μάλλον δεν επιθυμούσε να ενοχλήσει. Όσοι αντιδρούσαν υποδεικνύονταν είτε ως φασίστες είτε τους ξυλοκοπούσαν τα ΜΑΤ, όπως τους συνταξιούχους του ΠΑΜΕ το 2016 ή τους αγρότες από την Κρήτη το 2017. Αλλά τότε ούτε λόγος για αστυνομική βία, απολυταρχικό κράτος ή καθεστώς…

Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να προλάβει τις εξελίξεις. Εκμεταλλεύεται καθετί που μπορεί να χρησιμοποιήσει, ώστε να πλήξει την κυβέρνηση. Όχι όμως με πολιτικά ορθό τρόπο, αλλά βγάζοντας το κόσμο στις πλατείες εν μέσω πανδημίας. Γυρίζει το χρόνο πίσω και επαναφέρει τους αγανακτισμένους. Όλους εκείνους δηλαδή που έκαναν τη βρώμικη δουλειά στα χρόνια των μνημονίων. Τους αναπροσαρμόζει στις συνθήκες και στις ανάγκες του σήμερα και ξανά συστήνει την “κάτω πλατεία” που τον ανέδειξε και τον κατέστησε πρωθυπουργό. Με την ελπίδα ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται.

Μπορεί να το πετύχει αυτό; Εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα πατήματα που θα του δώσει η κυβέρνηση. Και η αλήθεια είναι ότι το τελευταίο διάστημα δίνονται πολλές αφορμές. Αφορμές που έχουν να κάνουν με μια μορφή αλαζονείας που διακρίνει την κυβέρνηση και της κόπωσης από την μακρόχρονη αυτή μάχη με τον αόρατο εχθρό. Όταν όμως η αντιπολίτευση δεν λέει να ξεκολλήσει από το δημοσκοπικό 20%, πόσο εφικτό είναι να είσαι συνέχεια σε εγρήγορση; Ο ΣΥΡΙΖΑ, επομένως, βιάζεται. Βιάζεται να καλύψει μια χαοτική διαφορά που δεν δικαιολογείται, όταν μία κυβέρνηση αντιμετωπίζει τόσες δυσκολίες. Και επιλέγει τον εύκολο δρόμο. Εκείνον της διχόνοιας, ώστε όταν και εάν οδηγηθούμε σε πρόωρες κάλπες, αυτό να γίνει σε κλίμα αναταραχής. Άλλωστε ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται…