Γράφει ο Νίκος Βότσιος

Η συμφωνία με τη Γαλλία, πρωτίστως για κοινή άμυνα και δευτερευόντως για τις φρεγάτες, αποτελεί το μεγαλύτερο όπλο της Ελλάδας απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Πρόκειται για μια πολιτική συμφωνία στρατηγικής σημασίας, ένα δεσμευτικό αμυντικό δόγμα που προβλέπει ρητά ότι σε περίπτωση πολεμικής απειλής κατά της ελληνικής εδαφικής κυριαρχίας η Γαλλία θα προστρέξει στρατιωτικά προς ενίσχυση της Ελλάδας.

Ανάμεσα στα 31 άρθρα της συμφωνίας, πιο σημαντικό είναι το άρθρο 2 που ορίζει ότι: Η κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας παρέχουν η μία στην άλλη βοήθεια και συνδρομή, με όλα τα κατάλληλα μέσα που έχουν στην διάθεσή τους, κι εφόσον υφίσταται ανάγκη με τη χρήση ένοπλης βίας, εάν διαπιστώσουν από κοινού ότι μία ένοπλη επίθεση λαμβάνει χώρα εναντίον της επικράτειας μιας από τις δύο, σύμφωνα με το Άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών». Με τη διατύπωση αυτή, η Γαλλία δεσμεύεται να βοηθήσει στρατιωτικά την Ελλάδα για να αντιμετωπίσει απειλή από ένοπλη επίθεση τρίτης χώρας σε βάρος της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας.

Με το σύμφωνο της στρατηγικής συνεργασίας που συνομολογήθηκε με τη Γαλλία, η Ελλάδα πέτυχε να συμπεριληφθεί η ρήτρα αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής που μπορεί να ενεργοποιηθεί σε περίπτωση που η χώρα δεχτεί ένοπλη επίθεση εναντίον τμήματος ή μέρους της κυριαρχίας της, ακόμη κι αν ο επιτιθέμενος είναι άλλο μέλος του ΝΑΤΟ. Για παράδειγμα στο υποθετικό σενάριο που η Τουρκία εξαπολύσει επίθεση εναντίον τμήματος της ελληνικής επικράτειας, το ΝΑΤΟ θα τηρούσε θέση ουδέτερου παρατηρητή διότι με βάση το καταστατικό του δεν μπορεί να εμπλακεί σε διένεξη μεταξύ μελών της Συμμαχίας. Μετά την συμφωνία της 28ης Σεπτεμβρίου, η Γαλλία δεσμεύεται να προστρέξει με στρατιωτικά μέσα προς υπεράσπιση της ελληνικής εδαφικής κυριαρχίας, σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης από τρίτη χώρα.

Μόνο «ψεγάδι» πως αφορά μόνο «ένοπλη επίθεση εναντίον της επικράτειας»,  δηλαδή κυριαρχία κι όχι κυριαρχικά δικαιώματα. Συνεπώς δεν συμπεριλαμβάνει τις έννοιες της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. «Την ελληνο-γαλλική αμυντική συμφωνία έσπευσε να χαιρετίσει και το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών επισημαίνοντας ότι η Ουάσιγκτον προσβλέπει και στην επικαιροποίηση της ελληνο-αμερικανικής συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας (MDCA) για χρονικό ορίζοντα πέντε (ή και περισσότερων ετών) όσο είναι το διάστημα ισχύος της συμφωνίας Μητσοτάκη-Μακρόν.

Αυτή η συμφωνία θα λειτουργήσει ως «φρένο» στις τουρκικές επιδιώξεις, οι οποίες απειλούνται από τις αναβαθμίσεις του ελληνικού στρατού τόσο σε θάλασσα, όσο και σε αέρα. Τα Ραφάλ, θα ισορροπήσουν την εις βάρος μας κατάσταση, ενώ η παράδοση των φρεγατών (από το 2026 και μετά) θα αλλάξει τελείως το τοπίο σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο με τις δυνατότητες που προσφέρει.

Αξίζει όμως και μία αναφορά για την επιλογή της Γαλλικής Συμφωνίας και πρότασης έναντι των υπολοίπων. Η Ελλάδα είχε δεσμευθεί να ανακοινώσει εντός του καλοκαιριού την επιλογή της ως προς την αναβάθμιση του Πολεμικού Ναυτικού. Σε εκείνη τη συγκυρία, πρώτη πρόταση ήταν η αμερικανική, με πλοία που δεν εξυπηρετούσαν τους σκοπούς μας, άσχετα με την περιοχή, αλλά με τη Βούλα των Αμερικανών πως θα κρατούσαν μακριά τις ταραχές από τη γειτονιά μας. Δεύτερη ήταν η πρόταση για τις γαλλικές φρεγάτες σε τιμή διπλάσια από αυτή που τελικά κατέληξαν, χωρίς να είναι μέσα τα όπλα μεγάλου βεληνεκούς, που τόσο πολύ χρειαζόμασταν και τρίτη αλλά οικονομικότερη ερχόταν η Ολλανδική.

Η συμμαχία AUKUS ανέτρεψε τα δεδομένα, αφού οι Αμερικανοί στράφηκαν προς τον Ειρηνικό, αφήνοντας τη Μεσόγειο στην εποπτεία των Γάλλων και ταυτόχρονα αποζημιώνοντας τους για τη συμφωνία κατασκευής υποβρυχίων της Αυστραλίας. Η αποζημίωση αυτή, πέρα από το διπλωματικό κομμάτι, ήταν η εύνοια των ΗΠΑ σε μια πιο στενή και ποιοτική ελληνογαλλική συμφωνία. Και η συμφωνία ήρθε. Οι Γάλλοι δεσμεύτηκαν ρητά να μας στηρίξουν στρατιωτικά σε περίπτωση ανάγκης, μας δώσανε τα πλοία σε πολύ καλύτερη τιμή, συμπεριλάβανε τα πιο εξελιγμένα όπλα, χωρίς να ξεχνάνε τη μεταφορά τεχνογνωσίας καθώς και εξαιρετική μέριμνα σχετικά με τη συντήρηση των πλοίων, προκειμένου να μην ξαναδούμε εικόνες από καράβια που «γέρνουν».