Γράφει ο Παναγιώτης Καμπούρης

Ο δημοσκοπικός κατήφορος της αξιωματικής αντιπολίτευσης συνεχίζεται, παρότι το κυβερνητικό έργο των τελευταίων μηνών χαρακτηρίζεται από πολλά λάθη. Το Μέγαρο Μαξίμου δεν φαίνεται να προβληματίζεται, όχι γιατί δεν αντιλαμβάνεται τις αδυναμίες του, αλλά γιατί δεν αντιμετωπίζει μία σθεναρή αντιπολιτευτική δύναμη, της οποίας η (υπεύθυνη) στάση θα προκαλούσε σημαντικότατη ζημιά στο προφίλ του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης, ενώ παράλληλα θα μετέφραζε την φθορά αυτή σε νούμερα που με τη σειρά τους θα δημιουργούσαν ακόμα μεγαλύτερη πίεση. Η απουσία μίας τέτοιας παρουσίας από το πολιτικό σύστημα επιτρέπει στο κυβερνών κόμμα να διατηρεί τη δύναμη του αλώβητη. Ταυτόχρονα, όμως, βυθίζει περαιτέρω την αντιπολίτευση ελλείψει πειστικής και εναλλακτικής λύσης από τους ψηφοφόρους.

Με πιο πρόσφατη απόδειξη την κακοκαιρία “Ελπίδα” και τα όσα τραγελαφικά διαδραματίστηκαν στο χάος της Αττικής οδού και όχι μόνο, η αντιπολίτευση περιορίστηκε σε μία πρόταση μομφής, που τη δεδομένη στιγμή δεν είχε κανένα απολύτως αντίκρισμα. Στην πραγματικότητα αποτέλεσε ένα “δώρο” στη κυβέρνηση, ώστε αφενός να αλλάξει την ατζέντα της επικαιρότητας και αφετέρου να υπενθυμίσει στη κοινή γνώμη τις καταστροφικές επιλογές που έκανε η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, ούσα κυβέρνηση, στη διαχείριση κρίσεων. Με λίγα λόγια η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να καταθέσει πρόταση μομφής θύμισε περισσότερο τη λαϊκή έκφραση: “έβαλα τα χεράκια μου κι έβγαλα τα ματάκια μου”.

Ωστόσο, το κοινοβουλευτικό αυτό εργαλείο που διαθέτει στη φαρέτρα της η εκάστοτε αντιπολίτευση και δύναται να το χρησιμοποιεί, όπου και όποτε το θεωρεί αναγκαίο, δεν είχε άμεσο στόχο την κυβέρνηση. Όσο και αν αυτό ακούγεται περίεργο. Απέναντι σε μία αυτοδύναμη κυβέρνηση και χωρίς κομματικούς τριγμούς και προστριβές άπαντες γνώριζαν ότι η προσπάθεια να την “ρίξουν” ήταν χαμένη υπόθεση. Αντίθετα, η τακτική του Αλέξη Τσίπρα είχε στόχο τον επικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ νιώθει την ανάσα του τελευταίου στη μάχη της δεύτερης θέσης. Και αφού δεν κατάφερε να ανεβάσει τα ποσοστά του κόμματος του, εκμεταλλευόμενος τις κυβερνητικές αστοχίες, θα προσπαθήσει πάση θυσία να διατηρήσει αυτή (δεύτερη θέση).

Τι καλύτερο, επομένως, από το να ξεκινήσει την προεκλογική περίοδο – θα τολμήσω να πω εγώ – έστω και ανεπίσημα από μία σφοδρή σύγκρουση στο κοινοβούλιο, για ένα ζήτημα που εξέθεσε τον κρατικό μηχανισμό, εν τη απουσία μάλιστα του βασικού αντιπάλου του αυτή την στιγμή, Νίκο Ανδρουλάκη, από την αίθουσα της ολομέλειας. Στο παραπάνω επιχείρημα δεν πρέπει να παραλείψουμε το γεγονός ότι η απόφαση για πρόταση μομφής κατατέθηκε μία μέρα μετά την δημοσκόπηση της εταιρείας Abacus για λογαριασμό του τηλεοπτικού σταθμού Alpha, που παρουσίαζε ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ στα ίδια ποσοτικά επίπεδα. Ακόμα και αν δεχτούμε την κριτική της Κουμουνδούρου για την συγκεκριμένη έρευνα, αυτή δεν παύει να αποτελεί μία συνάρτηση της τάσης που φανερώνει ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει το μομέντουμ και “απειλεί” ευθέως τον Αλέξη Τσίπρα.

Εν ολίγοις, η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση αποδείχθηκε για ακόμη μια φορά κατώτερη των περιστάσεων. Επέλεξε να μην σηκώσει το γάντι των λανθασμένων χειρισμών στη διαχείριση της κακοκαιρίας που έπληξε χιλιάδες συμπολίτες μας, αλλά να αναμετρηθεί σε μία εφ’ όλης της ύλης αντιπαράθεση με γενικόλογες κατηγορίες ένθεν κακείθεν. Για πολλοστή φορά σκοπός ήταν η δημιουργία εντυπώσεων και όχι η εποικοδομητική πολιτική και κριτική. Όσο συμβαίνουν αυτά, όσο η τακτική δεν αλλάζει, όσο η αντιπολίτευση περιορίζεται σε στιχάκια χυδαιολογίας στο διαδίκτυο, τόσο η κυβέρνηση μπορεί να επικαλείται “συγγνώμες” και “αλάθητα” και τα “δώρα” που απλόχερα προσφέρει στους αντιπάλους της, να της επιστρέφονται ως “αντίδωρα”…