Γράφει ο Ιωάννης Βούρος

Το νομοθετικό πλαίσιο που ίσχυε στην κλασική Αθήνα αποτελούσε ουσιαστικά μια μείξη των νομοθεσιών του Δράκοντα (~621 π.Χ.) και του Σόλωνα (594 – 593 π.Χ.). Παρόλο που ο Σόλωνας επέφερε μεγάλες αλλαγές στο πολιτικό και νομικό γίγνεσθαι της εποχής, σε ό,τι αφορούσε τα επονομαζόμενα «εγκλήματα αίματος», εφαρμοζόταν κυρίως η νομοθεσία του Δράκοντα. Κατά την εποχή που νομοθέτησε ο Δράκων, το κοινωνικό πρόβλημα των ανθρωποκτονιών ήταν ιδιαίτερα έντονο, καθώς επικρατούσε ο θεσμός της βεντέτας και της αυτοδικίας. Ο φονικός νόμος του Δράκοντα, λοιπόν, αποτέλεσε ουσιαστικά μία επείγουσα και ad hoc προσπάθεια του νομοθέτη να επουλώσει τα τραύματα της πόλης του. Στο νομοθετικό του έργο διέκρινε την ανθρωποκτονία ανάλογα με την πρόθεση του δράστη να επιφέρει τον θάνατο το θύμα, έτσι χωρίζεται σε ανθρωποκτονία «εκ προνοίας» ή «μη εκ προνοίας». Εκτός των άλλων θεσμοθέτησε και την ηθική αυτουργία, ενώ παράλληλα προέβλεψε και περιπτώσεις ατιμώρητου φόνου.

Ανθρωποκτονία «εκ προνοίας» ή εκ προ μελέτης

Η στοιχειοθέτηση του αδικήματος της ανθρωποκτονίας εκ προνοίας δε διέφερε σημαντικά στην κλασική Αθήνα σε σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα, τουλάχιστον ως προς τη βασική προϋπόθεση, δηλαδή την ύπαρξη δόλου – πρόθεσης να φονευθεί κάποιος μέσω μιας συγκεκριμένης ενέργειας. Αυτό σημαίνει ότι για να καταδικαστεί κάποιος ως ανδροφόνος έπρεπε κατά την ακροαματική διαδικασία να αποδειχτεί ότι επεδίωκε τον θάνατο του θύματος και δεν είχε κάποιον άλλο σκοπό. Σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο της ελληνιστικής περιόδου, η ανθρωποκτονία εκ προνοίας ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη – σχεδόν ταυτόσημη – με τον εκούσιο, ή αλλιώς ηθελημένο, φόνο. Βέβαια, εκούσιος φόνος θεωρούταν μόνο ο προμελετημένος. Αν δηλαδή η ανθρωποκτονία ήταν μεν ηθελημένη βάσει της λογικής, αλλά όχι προμελετημένη ή διαπραττόταν εν βρασμώ, τότε χαρακτηριζόταν ως ακούσια και εντασσόταν στην κατηγορία της «μη εκ προνοίας» ανθρωποκτονίας.  Ιδιάζουσα μορφή ανθρωποκτονίας ήταν αυτή που πραγματοποιούταν δια δηλητηρίασης.

 

Η διαδικασία σε υποθέσεις ανθρωποκτονίας εκ προνοίας

Μετά την κατάθεση καταγγελίας για ανθρωποκτονία, η δικονομική διαδικασία που ακολουθούταν ήταν αρκετά σύνθετη και περίπλοκη – ιδιαίτερα αν συγκριθεί με αντίστοιχες άλλων αδικημάτων -, πράγμα που έχει διττή εξήγηση: πρώτον η ανθρωποκτονία είχε μεγαλύτερη σημασία ως κατηγορία και δεύτερον η πολυπλοκότητα της διαδικασίας αποτελούσε ένα κατάλοιπο θρησκευτικής παράδοσης.

Αρχικά, οι συγγενείς του θύματος ζητούσαν τις συμβουλές του εξηγητή ή άλλων φίλων και συγγενών σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης της κατάστασης. Στη συνέχεια, οι κοντινότεροι συγγενείς ήταν υποχρεωμένοι να πετύχουν την «επίσκηψιν» του δράστη και απήγγειλαν ενώπιον του τάφου του θύματος προειδοποίηση προς τον θύτη να απέχει από τη δημόσια ζωή και κατ’ επέκταση τους δημόσιους χώρους (ιερά, αγορά). Σε ανάλογη απαγόρευση παρουσίας του δράστη στους δημόσιους χώρους – η οποία ονομαζόταν πρόρρησις – προέβαινε και ο βασιλεύς.

Εάν ο υπόδικος παρέβαινε τους όρους αυτούς τότε είτε θανατωνόταν νόμιμα είτε συλλαμβανόταν από τους συγγενείς του φονευθέντος είτε συλλαμβανόταν από τον ίδιο τον μηνυτή (αυτό λεγόταν απαγωγή και επιτρεπόταν μόνο σε περιπτώσεις ανθρωποκτονίας εκ προνοίας) και οδηγούταν στους Ένδεκα, που είχαν την αρμοδιότητα να τον παραπέμψουν στο δικαστήριο. Έπειτα κατέθεταν καταγγελία στον βασιλέα, που ήταν ο μόνος αρμόδιος. Εκείνος με τη σειρά του συγκαλούσε την έναρξη των τριών προδικασιών, τριών δηλαδή προκαταρκτικών εξετάσεων. Σκοπός ήταν να διατεθεί άπλετος χρόνος στον βασιλέα και να αποφασίσει αν τελικά ο Άρειος Πάγος ήταν καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο για τη συγκεκριμένη υπόθεση (αν δηλαδή επρόκειτο όντως για ανθρωποκτονία εκ προ μελέτης και όχι για κάποιο άλλο είδος ανθρωποκτονίας), για να συλλέξει πειστήρια, μαρτυρίες και λοιπό αποδεικτικό υλικό, καθώς και για να δοθεί στους συγγενείς των δύο πλευρών ο απαιτούμενος χρόνος, ώστε να αποφασίσουν με ψυχική ηρεμία εάν ήθελαν να προχωρήσουν σε δίκη για ανθρωποκτονία.

Τον τέταρτο μήνα –αφού είχαν προηγηθεί οι τρεις προδικασίες – ο βασιλεύς, εφόσον είχε δεχτεί την κατηγορία για ανθρωποκτονία, την εισήγαγε στο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο για να εκδικαστεί. Η διαδικασία αποτελούνταν από δύο κύκλους λόγων ίσης διάρκειας για κάθε αντίδικο πλευρά (μηνυτής, κατηγορούμενος) καθώς και την επίκληση των αποδεικτικών μέσων (μαρτυριών, εγγράφων, ορκοδοσιών, νόμων).

Ιδιαίτερη σημασία είχαν οι όρκοι! Ο κατήγορος και ο κατηγορούμενος έπρεπε να ορκιστούν στην αρχή της διαδικασίας ότι διεπράχθη και δε διεπράχθη αντίστοιχα η ανθρωποκτονία. Οι μάρτυρες, επιπρόσθετα, ήταν υποχρεωμένοι να ορκιστούν όχι μόνο για την αλήθεια των καταθέσεών άλλα και για το εάν διεπράχθη ή όχι η δολοφονία, ανάλογα με το αν κατέθεταν υπέρ του κατηγόρου ή του κατηγορουμένου (διωμοσίαι). Με την ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου λόγων μεταξύ μηνυτή και κατηγορουμένου, ο δεύτερος είχε το δικαίωμα να εγκαταλείψει τη δίκη και να αυτοεξοριστεί εφ’ όρου ζωής, κάτι το οποίο από τη μια προσέφερε την ευκαιρία αποφυγής της θανατικής καταδίκης σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης, από την άλλη όμως εκλαμβανόταν ως ενοχή από τους δικαστές και θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την κρίση τους.

Μετά τις αγορεύσεις των διαδίκων οι δικαστές ψήφιζαν σχετικά με την καταδίκη ή όχι του κατηγορουμένου. Την επίσημη αναγγελία της απόφασης την έκανε ο βασιλεύς. Σε περίπτωση που κάποιος καταδικαζόταν για ανθρωποκτονία εκ προνοίας, η προβλεπόμενη ποινή ήταν η θανατική και η δήμευση της περιουσίας του. Η θανάτωση του θύτη ήταν αποδεκτή, καθώς ο ίδιος θεωρούταν φορέας του μιάσματος της κοινωνίας. Ωστόσο, ο νόμος προέβλεπε ότι ένας καταδικασθείς για το ανωτέρω αδίκημα μπορούσε να διαφύγει στο εξωτερικό, όπου η ζωή του προστατευόταν.

 

Πώς αντιλαμβάνονταν όμως στην αρχαιότητα την έννοια του μιάσματος; Θα το δούμε στη συνέχεια… όπως και τη σημασία και τη διαδικασία της ανθρωποκτονίας εκ μη προνοίας.