Στις 9 Νοεμβρίου 1938, το πογκρόμ διώξεων των εβραϊκών πληθυσμών και η καταστροφή των περιουσιών τους στη Γερμανία και στην Αυστρία («Νύχτα των Κρυστάλλων») αποτέλεσαν την απαρχή του Ολοκαυτώματος, δηλαδή της συστηματικής εξόντωσης των εβραίων από την ευρωπαϊκή ήπειρο. Το Γερμανικό σχέδιο υπό την κωδική ονομασία «Τελική Λύση» έμελλε να οδηγήσει 6.000.000 εβραίους στο θάνατο, ενώ αρκετές χιλιάδες επιζώντων εκδιώχθηκαν από τις κατοικίες τους και έζησαν-ζουν με το βάρος της απώλειας των αγαπημένων τους.
80 χρόνια μετά την αποστολή των πρώτων τρένων από το ελληνικό χώρο (Θεσσαλονίκη) στα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης-Θανάτου του Άουσβιτς, του Μπέργκεν-Μπέλσεν και άλλων, το Politically Incorrect συνάντησε την κα. Λόλα Άντζελ, επιζήσασα του Ολοκαυτώματος και παρουσιάζει την προσωπική της ιστορία.
- Καλησπέρα κα. Άντζελ, θα μπορούσατε να μου αναφέρετε μερικά αυτοβιογραφικά σας στοιχεία;
Το όνομά μου, κατά την ταυτότητα μου, είναι Ρασέλ-Λολίτα Χασσίδ και τώρα Άντζελ. Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1937 και ζούσα εκεί με τον μπαμπά μου, τη μαμά μου, σε ένα πολύ ωραίο σπίτι μέσα στα τριαντάφυλλα. Το σπίτι ήταν φημισμένο για τις τριανταφυλλιές του. Στον κάτω όροφο έμενε η οικογένεια Κάλβο και στον πάνω όροφο μέναμε εμείς. Το διαμέρισμα ήταν πάρα πολύ μεγάλο και είχε ένα κλειστό χώρο όπου η μαμά μου είχε μαζέψει όλα τα χαλιά, πορσελάνες, κρύσταλλα, ασημικά της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου, για όταν θα παντρεύονταν τα αδέλφια του μπαμπά μου.
- Στις 28 Οκτωβρίου 1940, οι Ιταλικές δυνάμεις κηρύττουν τον πόλεμο στην Ελλάδα. Τι σας είχαν αναφέρει οι γονείς σας σχετικά με τον πόλεμο;
Το 1940, στην Ιταλική εισβολή, ο μπαμπάς μου ήταν πολύ ανήσυχος. Θυμάμαι που βάλανε μπλε χαρτιά στα τζάμια. Έχω τη μυρωδιά της κόλλας. Επειδή δεν είχε καταφύγιο το σπίτι πήγαμε στο σπίτι της γιαγιάς μου, της μητέρας της μαμάς μου, στην οικογένεια Φρανσές, όπου μείναμε για λίγο καιρό. Έπειτα γυρίσαμε στο σπίτι και ο πατέρας μου αποφάσισε να φύγουμε από τη Θεσσαλονίκη.
Τον Ιανουάριο του 1941, τους αποχαιρετήσαμε όλους και με ένα ταξί φτάσαμε στην Αθήνα, σε ένα ξενοδοχείο που είναι δίπλα από Σταδίου και Κοραή, όχι στην πρώτη γωνία, αλλά το δεύτερο σπίτι, ξενοδοχείο «City». Εκεί ήταν πάρα πολλοί Εβραίοι. Σε αυτό το ξενοδοχείο μείναμε μέχρι τον Απρίλιο. Τον Απρίλη, όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα ήταν ένας ξάδελφος της μαμάς μου και μας πήρε από το ξενοδοχείο, είπε στον μπαμπά μου, «Είναι τρέλα να είσαι σε ένα ξενοδοχείο με τόσους Εβραίους» και μας πήρε στο σπίτι του στην πλατεία Αμερικής. Εμείς σαν Ισπανοί υπήκοοι δεν είχαμε υποχρέωση να φοράμε το άστρο (Δαβίδ) στο πέτο.
Ο πατέρας μου δούλευε με έναν παλιό του συνεργάτη από τη Θεσσαλονίκη, το Στέλιο Χατζηγεωργίου. Εγώ πήγαινα σχολείο, στα νήπια. Γενικά μια ήσυχη ζωή. Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην Αθήνα αισθανόμουν περίεργα, γιατί εγώ μιλούσα μόνο γαλλικά και οι γονείς μου αποφάσισαν ότι έπρεπε οπωσδήποτε να μάθω να μιλάω και ελληνικά. Μου φέρανε μια δασκάλα η οποία μου έμαθε τα ελληνικά και έτσι μπόρεσα και πήγα σχολείο.
Εκείνο που θυμάμαι πάρα πολύ έντονα στην Αθήνα, γιατί από τη Θεσσαλονίκη δε θυμάμαι τίποτα, πολύ λίγα πράγματα. Αυτό που θυμάμαι από την Αθήνα είναι η πείνα και το «πεινάω» του κόσμου. Το «πεινάω» του κόσμου το έχω ακόμα στα αυτιά μου. Όταν νιαουρίζουν οι γάτες εγώ ανατριχιάζω γιατί μου θυμίζει εκείνο το ξεψυχισμένο «πεινάω» που λέγανε και η μαμά μου κατέβαζε ένα καλαθάκι, γιατί μέναμε στον έκτο εδώ στην Γκυιλφόρδου, που είναι μια πάροδος της πλατείας Βικτωρίας. Κατέβαζε ένα καλαθάκι με ότι μπορούσε να δώσει.
Πολλές φορές τους βρίσκαμε πεθαμένους. Αυτό έχει γραφτεί στο μυαλό μου, δεν το ξεχνάω και δε μπορώ να ξεχάσω την κραυγή, τη λέξη «πεινάω». Ήταν φοβερό.
Φύγαμε από το ξενοδοχείο, νοικιάσαμε ένα σπίτι στη Γκυιλφόρδου, που ήταν μια γκαρσονιέρα στον 6ο όροφο. Το σπίτι είχε μια τεράστια βεράντα και άρχισε η πείνα.
Θυμάμαι, ότι οι Γερμανοί είχαν απαγορεύσει τα ραδιόφωνα. Ο πατέρας μου είχε πειράξει το ραδιόφωνο και έπιανε BBC. Ερχόταν ένας φίλος του αξιωματικός, χωροφύλακας και ακούγανε μαζί BBC, αλλά κλείνανε το φως και η μητέρα μου στο σκοτάδι προσπαθούσε να με ταΐσει τη σούπα του μπακάλη, η οποία δεν κατέβαινε από το φόβο που είχα, γιατί αντιλαμβανόμουν ότι δεν κάναμε κάτι σωστό, δηλαδή πως σβήνανε το φως, άκουγαν BBC, καθώς και η φωνή του εκφωνητή. Πολλά βέβαια ήταν εκείνα που δεν καταλάβαινα, αλλά αισθανόμουνα το φόβο.
Στις 25 Μαρτίου του 1944, μέναμε σε αυτό το σπίτι ο μπαμπάς, η μαμά και εγώ, καθώς και ο αδελφός του μπαμπά μου. Εκεί, κατά τα ξημερώματα, μας χτύπησαν άγρια την πόρτα. Ο μπαμπάς μου κατάλαβε ότι δεν ήταν ο γαλατάς. Για να ανοίξει περίμενε να φύγει ο αδελφός του από τη σκάλα υπηρεσίας, να ανέβει στην ταράτσα και από ταράτσα σε ταράτσα έφυγε εκείνος και έπειτα ο πατέρας μου πήρε τον πρέσβη της Ισπανίας, τον Ντε Ρομέρο, στο ιδιωτικό του τηλέφωνο και του είπε γαλλικά, «με συλλαμβάνουν». Και τότε άνοιξε την πόρτα, μπήκε ο Γερμανός φαντάρος. Ήταν ένας φαντάρος, ένας αξιωματικός και ένας με πολιτικά-σπιούνος, ο οποίος έδειξε τον πατέρα μου.
Ο Γερμανός φαντάρος ξερίζωσε το τηλέφωνο. Ήτανε ένα τηλέφωνο κρεμασμένο στον τοίχο. Το ξερίζωσε τελείως. Και πήραν το μπαμπά μου και ο σπιούνος μας είπε, «Αύριο θα παρουσιαστείτε στη συναγωγή». Εκείνο το ξημέρωμα η μαμά μου μάζεψε ότι είχε, χτύπησε δίπλα στη γειτόνισσα και της έδωσε ένα κομμάτι ξερό μπακαλιάρο που είχε βρει. Ήταν πολύ μεγάλο δώρο. Το πρωί ήρθε η πρέσβειρα της Ισπανίας και πρότεινε στη μαμά μου να με αφήσει μαζί της για να μην εκτοπιστώ. Η μαμά μου δίστασε. Δεν ήταν πολύ σύμφωνη.
Στη συναγωγή, εμείς μείναμε μέσα στο αυτοκίνητο. Η μαμά μου και η Έλενα Ντε Ρομέρο μπήκαν στη συναγωγή. Βρήκε το μπαμπά μου και ο πατέρας μου τη ρώτησε, «Οι Ισπανοί που φύγανε το 1943 από τη Θεσσαλονίκη, τι έγιναν;». Λέει αυτή, «Αυτοί μείνανε στο Μπέργκεν-Μπέλσεν και από εκεί τους πήρε ο Φράνκο στην Ισπανία και επειδή δεν τους ήθελε στην Ισπανία, τους έστειλε στη Γάζα, στη Μέση Ανατολή, στο μεγάλο στρατόπεδο εκτοπισμένων των Άγγλων. Από εκεί οι Άγγλοι τους διοχέτευσαν στην πόλη».
Ο παππούς μου, η γιαγιά μου, η προγιαγιά μου, οι θείοι του μπαμπά μου, πολλοί από την οικογένεια μου μένανε σε ξενοδοχεία στο Τελ Αβίβ, οπότε μπαμπάς μου είπε, «Γιατί να χωρίσω με την κόρη μου; Θα πάμε και εμείς στην Γάζα» και έτσι μπήκα και εγώ με τη μαμά στη συναγωγή.
Από τη συναγωγή μας πήγαν στο Χαϊδάρι. Ήταν μία τεράστια αίθουσα. Καθόμασταν χάμω, δεν υπήρχαν ούτε καθίσματα, ούτε κρεβάτια, τίποτα. Η σίτιση μας ήτανε του Ερυθρού Σταυρού, κάτι κουτιά που μας δίναν. Εκεί ήρθε η πρέσβειρα της Ισπανίας μαζί με τον καγκελάριο της πρεσβείας, τον πάτερ Ειρηναίο. Πήγαν στη μαμά μου και της είπαν, «Κοίταξε, οι Γερμανοί ξέρουν ότι κάποιες κυρίες κουβαλάνε χρυσό και κοσμήματα. Θα τις σκοτώσουν για να τα πάρουν». Οι κυρίες κάνανε ένα κύκλο με την κυρία Ρομέρο και τον πάτερ Ειρηναίο στο κέντρο και άρχιζαν μέσα από ψωμιά που είχαν βγάλει τη ψίχα να βγάζουν κοσμήματα και χρήματα.
Η κυρία Ντε Ρομέρο τα κατέγραφε, τα έβαζε στην τσάντα της, ή τα φόρεσε. Ο πάτερ Ειρηναίος είχε σηκώσει το ράσο και είχε τσέπες από κάτω και γέμισε τις τσέπες του. Βέβαια, όταν γυρίσαμε τα αποδώσανε όλα και η πρέσβειρα έφυγε αγέρωχη, περνώντας ανάμεσα από τους Γερμανούς, που οι Γερμανοί κατάλαβαν τι γινότανε. Ήταν μια πολύ θαρραλέα γυναίκα.
Εκεί μείναμε κάμποσες μέρες. Μαζευόντουσαν και άλλοι Εβραίοι που πιάνανε. Εκεί φέρανε και την πεθερά μου, τη μέλλουσα πεθερά μου.
- Τι θυμάστε από τη μεταφορά σας στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης-Θανάτου Μπέργκεν-Μπέλσεν;
Από το Χαϊδάρι δε θυμάμαι πως μετακινηθήκαμε, φαντάζομαι με φορτηγά φτάσαμε στο σταθμό. Εκεί μας περίμενε πάλι το ζεύγος Ντε Ρομέρο. Σε ένα κομμάτι του συρμού επιβιβασθήκαμε μόνο ξένοι υπήκοοι, σε ένα άλλο κομμάτι του συρμού, πιο μακρύ, ήταν άλλοι. Μας μοίρασαν κουτιά με τρόφιμα του Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού. Εμένα, η πρέσβειρα μου έδωσε και ένα μεγάλο σακούλι κουφέτα. Όταν ήμουνα μικρή, τρελαινόμουν για κουφέτα και ανεβήκαμε στο τρένο.
Στο τρένο έχω και εικόνες και μυρωδιά. Είχε απαίσια μυρωδιά και γενικά όλη η ατμόσφαιρα του τρένου ακόμα και σήμερα όταν πάω με τρένο στη Θεσσαλονίκη με πολύ ζόρι μπαίνω μέσα σε αυτό. Ο θόρυβος του τρένου, η μυρωδιά που έχει το τρένο είναι κάτι που με απωθεί.
Στο τρένο ήμασταν γύρω στα 100 άτομα σε ένα βαγόνι, χάμω, χωρίς παράθυρο, με μια μικρή σχισμή, ένα φινιστρίνι. Είχε τρία βαρέλια, ένα με νερό, ένα με απολυμαντικό και ένα για τις ακαθαρσίες μας. Καταλαβαίνετε τι μυρωδιά υπήρχε. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι έκλαιγα συνέχεια. Φοβόμουνα πάρα πολύ και έκλαιγα συνέχεια. Δεν έφευγα από την αγκαλιά της μαμάς μου.
Ο μόνος που κατάφερε να με απασχολήσει ήταν ένα νεαρό παιδί, 15χρονών. Ο πατέρας μου με έπαιρνε αγκαλιά, με έβαζε στο παράθυρο και μου έλεγε, «Λόλα, πάρε ανάσες, βαθιές ανάσες».
Το τρένο στη Βιέννη χωρίστηκε. Τα βαγόνια με τους ξένους υπηκόους κατευθύνθηκαν στη Σαξονία, στο Μπέργκεν-Μπέλσεν. Τα βαγόνια με τους Έλληνες υπηκόους που είχαν συλληφθεί πήγαν στο Άουσβιτς. Εμείς φτάσαμε στο Μπέργκεν-Μπέλσεν.
- Ποιες ήταν οι πρώτες σας εικόνες από το Στρατόπεδο;
Η μαμά μου με βούτηξε, με ανέβασε σε ένα ντουβαράκι, φτάσαμε μύτη με μύτη και μου είπε στα γαλλικά, «Εδώ θα κάνεις ότι σου λέω και δεν θα ρωτάς γιατί». Η φωνή της και ο τόνος της και η έκφραση της, με τρόμαξαν τόσο πολύ που νομίζω ότι βουβάθηκα. Από εκεί μας πήρανε οι Γερμανοί, μας κάνανε μια ένεση στο στήθος. Νομίζω ότι κάναμε και ένα λουτρό. Ήμασταν χώρια οι γυναίκες και οι άντρες.
Υπήρχε ένα ζευγάρι Εβραίων, ο κύριος και η κυρία Μπενατόν. Αυτός ήταν οδοντίατρος και είχε σπουδάσει στη Γερμανία. Ήξεραν και οι δύο γερμανικά. Η κυρία μετέφραζε στις γυναίκες, ο κύριος μετέφραζε στους άντρες ήταν ο «Κάπο» και μας πήγανε στο παράπηγμα.
Το παράπηγμα ήταν ένας μεγάλος, σκοτεινός χώρος, με δίπατα ή τρίπατα κρεβάτια. Τα παιδιά δεν είχαμε δικαίωμα κρεβατιού, κοιμόμασταν με τις μαμάδες. Αυτό βέβαια εμένα δε με πείραζε καθόλου. Κοιμόμουνα με τη μαμά μου και ανάμεσα από μια φίλη της. Ο πατέρας μου ήταν σε άλλο παράπηγμα όπου ήταν οι άντρες. Συγκοινωνούσαν αυτά τα δύο παραπήγματα με το υποτιθέμενο λουτρό, το οποίο είχε δύο-τρεις νιπτήρες με παγωμένο νερό. Τίποτα άλλο.
Η τουαλέτα ήταν έξω στο γήπεδο, ένας χώρος σε μέγεθος σαν πισίνα, με γύρω-γύρω ένα ράφι. Έπρεπε να έχεις μεγάλη ισορροπία για να κάτσεις στο ράφι. Θυμάμαι ότι η μαμά μου με κρατούσε, με έβαζε να κάτσω και με κρατούσε και γύρω-γύρω ήταν οι Γερμανοί με τα όπλα και τα σκυλιά.
Ήμουν τόσο φοβισμένη από την όψη των Γερμανών με τα σκυλιά, τη φωνή της μαμάς μου, την απελπισία στο πρόσωπο όλων. Ο κόσμος έκλαιγε ή είχε υστερία. Ήταν μια ατμόσφαιρα τόσο κακιά, που το μόνο που θυμάμαι είναι ο φόβος. Ο φόβος ήταν έντονος, κάτι με έπνιγε. Η φωνή της μητέρας μου ήταν χαρακτηριστική που μου είχε πει, «Θα κάνεις αυτό που σου λέω και δεν θα ρωτάς γιατί». Ήταν πολύ έντονη. Κούρνιαζα εκεί πέρα.
- Μπορείτε να μας περιγράψετε την καθημερινότητα σας στο Στρατόπεδο;
Το πρωί στις 5, νύχτα ακόμα, μας βγάζανε έξω. Έπρεπε να μας μετρήσουν. Ποτέ δεν έβγαζε το σωστό νούμερο. Αυτό μπορούσε να διαρκέσει μισή ώρα ή μπορεί να έκανε μιάμιση ώρα μέσα στο κρύο. Πρέπει να σας πω ότι δεν ήμασταν και κατάλληλα ντυμένοι. Μετά ερχόταν το γάλα. Το γάλα ήταν ένα νερό, με λίγο γάλα και ένα κομμάτι ψωμί που ήταν το ψωμί όλης της ημέρας. Ο μπαμπάς μου ήταν επιφορτισμένος από τους ίδιους τους κατοίκους, όχι από τους Γερμανούς, να μοιράσει τη σούπα και έχω ένα γράμμα μετά το στρατόπεδο, όταν πλέον είχαν απελευθερωθεί, που τον ευχαριστούν για τη δίκαιη μοιρασιά.
Οι μεγάλοι παίρνανε μία κουτάλα, τα παιδιά παίρναν μιάμιση κουτάλα. Βέβαια, η σούπα ήταν ένα νερό όπου επέπλεαν φλούδες από πατάτα. Εάν ήσουν τυχερός στη φλούδα είχε μείνει λίγη πατάτα.
Εγώ είχα ένα φιλαράκι της ίδιας ηλικίας. Ήμασταν τα μόνα παιδιά που οι γονείς τους τα αφήνανε να βγούνε στο προαύλιο. Πρέπει να σας πω ότι μέσα στο παράπηγμα υπήρχε μια σόμπα με ξύλα και για αυτό οι περισσότεροι γονείς κρατούσαν τα παιδιά τους μέσα.
Η μητέρα μου και η μητέρα του φίλου μου, του Λεονίκου, πίστευαν ότι το να βγούμε έξω να αναπνεύσουμε καθαρό αέρα θα μας έκανε πολύ περισσότερο καλό. Βγαίναμε λοιπόν έξω, κόβαμε σταλακτίτες και τα κάναμε γλειφιτζούρια. Χαζεύαμε τα ποντίκια που βγαίνανε από το παράπηγμα. Αυτό ήταν το παιχνίδι μας. Εγώ είχα και μια κούκλα μαζί μου αγκαλιά που δε μου την πήραν οι Γερμανοί.
Ο πατέρας μου ήταν στο άλλο παράπηγμα. Βλεπόμασταν την ημέρα. Το απόγευμα, 5 η ώρα, είχαμε πάλι «Appell», πάλι η ίδια διαδικασία και μας κλείδωναν μέσα. Έκλειναν και τα φώτα.
- Τι συζητούσατε με τους άλλους κρατούμενους;
Είναι αστείο, οι κυρίες συζητούσαν συνταγές, «Εγώ κάνω το στιφάδο έτσι» και η άλλη αλλιώς. Κουβεντιάζαμε πολύ. Ύστερα, με φώναζαν οι φίλες της μαμάς μου, «Έλα εδώ στο κρεβάτι να μας ζεστάνεις λίγο». Πηδούσα από κρεβάτι, σε κρεβάτι. Θυμάμαι η κυρία από κάτω, ήταν μια ηλικιωμένη κυρία, και μου έλεγε, «Μα μην πηδάς από το κρεβάτι γιατί μου κουνιούνται τα νεφρά» και εγώ δεν καταλάβαινα, έλεγα, «Τι λέει τώρα, ποια είναι τα νεφρά;». Ήμουνα πολύ μικρή, έξι χρονών.
Στις 11 Νοεμβρίου έκλεισα τα 7 και η μητέρα μου έβαλε σε ένα κομματάκι ψωμί 7 σβησμένα σπίρτα και είχα και τούρτα και μου κάνανε δώρο. Μία κυρία μου έκανε δώρο ένα κόκκινο μολύβι και μία άλλη κυρία μου έδωσε ένα κομμάτι εφημερίδα και προσπαθούσαν με αυτή την εφημερίδα να μην ξεχάσω να διαβάζω, γιατί πήγα μέχρι το Φεβρουάριο του ‘44 σχολείο. Μετά έφυγα, οπότε δεν έμαθα να διαβάζω.
- Πως σας αντιμετώπιζαν οι Γερμανοί φύλακες σε περίπτωση ασθένειας;
Αν μπορούσε να γίνει καλά μόνος του έχει καλώς, αν δεν μπορούσε πέθαινε και τον έβγαζαν έξω. Εγώ έπαθα ιλαρά με πάρα πολύ πυρετό. Με πείραξε στους πνεύμονες. Έχω το μισό, από τους δύο πνεύμονες, νεκρό. Πολλά παιδιά πεθάνανε από την πείνα και από τις αρρώστιες.
Άρχισε ο τύφος, η φυματίωση. Πολλοί πέθαναν από τύφο. Ο πατέρας μου αρρώστησε από τύφο και η καημένη η μητέρα μου δεν έτρωγε. Η μητέρα μου σούρωνε το ζουμί και μοίραζε τις φλούδες στον μπαμπά μου και σε μένα.
Μια μέρα, η μητέρα μου λιποθύμησε και μια φίλη της που είχε μαζί της μια κονσέρβα ελιές της έδωσε. Με αυτήν τη φίλη της κοιμόμασταν μαζί. Πολλές φορές με στρίμωχνε σε μια γωνιά και μου έβαζε μια ελιά στο στόμα και μου το έκλεινε για να μη φανεί ότι μασάω. Είχε περισσέψει λοιπόν λίγο λάδι από αυτό το κουτί, βούτηξε το ψωμί στο λάδι και το έβαλε στο στόμα της μαμάς μου και τη συνέφερε.
- Είχατε δει ανθρώπους να πεθαίνουν από την πείνα και τις κακουχίες;
Θυμάμαι παιδάκια που παίζαμε μαζί τον Σαλαμωνίκο και την Αιμιλία, οι οποίοι πεθάνανε και τους βγάλανε έξω νεκρούς. Δεν τους μαζεύανε.
Στις 14 Οκτωβρίου 1944, πέρασαν μπροστά από τα συρματοπλέγματα μας μια ομάδα γυναικών που ερχόντουσαν από το Άουσβιτς. Εκεί μέσα ήταν μέλλουσα πεθερά μου. Ήταν και η Άννα Φρανκ με την αδελφή της τη Μαργκό. Αυτές μένανε στο διπλανό παράπηγμα και σε σκηνές. Τους φωνάζαμε, αν ξέρανε συγγενείς μας που ήτανε μαζί τους, αλλά δεν τους επέτρεπαν να μιλήσουν.
Μέχρι τον Ιούνιο του ‘44, επειδή μας είχανε για ανταλλαγή με Γερμανούς, μας δίνανε κάτι κουτιά του Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού. Μόλις έγινε η απόβαση στη Νορμανδία σταμάτησαν τα κουτιά και το φαΐ ήταν ακόμα χειρότερο και ακόμα λιγότερο. Ακόμα και αυτοί που ήρθαν από το Άουσβιτς, όταν βρέθηκαν στο Μπέργκεν-Μπέλσεν αναρωτήθηκαν γιατί το φαγητό ήταν τόσο λίγο. Το Μπέργκεν-Μπέλσεν ονομάστηκε το στρατόπεδο του αργού θανάτου, δηλαδή ήταν ο θάνατος δια της ασιτίας και της αρρώστιας. Για αυτό και πέθανε πάρα πολύς κόσμος.
Στις 13 Απριλίου 1945, όταν ελευθερώθηκε το Μπέργκεν-Μπέλσεν, οι Άγγλοι βρήκαν 10.000 πτώματα. Ήταν φρικτό.
- Ανάμεσα σε αυτά που βιώσατε στο Στρατόπεδο, ποια θα χαρακτηρίζατε ως την πιο έντονη στιγμή;
Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι είχα ένα δόντι χαλασμένο και πρήστηκε. Και ο «Κάπο», ο οποίος ήταν και οδοντίατρος της οικογένειας μου, με έβγαλε στο «Appell» και ζήτησε από τους Γερμανούς μια τανάλια για να μου βγάλει το δόντι. Και του είπε ο Γερμανός, «Να τη φέρεις στο δικό μας οδοντιατρείο». Και με πήρε, έτρεμα, ο «Κάπο» βλέποντας να τρέμω από το φόβο μου, χωρίς τη μαμά και τον μπαμπά μου, μου έδειξε τα λουλούδια που ήταν με κάτι «σκυλάκια». Μου τα έδειξε και μου λέει «Κοίταξε, πώς ανοίγουν το στόμα τους αυτά τα λουλούδια». Από τότε αυτά τα λουλούδια τα μισώ. Δε μπορώ να τα δω, δεν τα θέλω. Με πήγε στο οδοντιατρείο, μου βγάλαν το δόντι και με γύρισαν στο στρατόπεδο. Αυτό ήταν το μόνο διαφορετικό που θυμάμαι από το στρατόπεδο.
Επίσης ήταν η γιορτή του Κιπούρ που δε φάγαμε και ο κόσμος χτυπιόταν. Αυτό με φόβισε.
Έπειτα, ήταν μια άλλη φορά που ήμασταν στο «Appell» και ο Γερμανός ρώτησε τον πατέρα μου γιατί δε μοίρασε το φαγητό και του είπε ο πατέρας μου ότι είχε μούχλα και ο Γερμανός του τράβηξε μια κλωτσιά και του έκανε μια τρύπα στο πόδι. Ο πατέρας μου πέρασε τα 100 όταν πέθανε, αλλά η τρύπα ήταν ακόμα στο καλάμι.
Στο στρατόπεδο ήταν ένας κύριος ο οποίος κάθε βράδυ έβαζε γραβάτα, χτενιζόταν και παρότρυνε τον κόσμο να κάνει το ίδιο για να μη χάσουμε την ανθρωπιά μας. Εγώ πάλι είχα ένα φιόγκο. Πρέπει να σας πω ότι είχα πάρα πολλές ψείρες και η μητέρα μου με ένα ψαλίδι με κούρευε και με είχε αφήσει με πολύ λίγα μαλλιά. Στη συνέχεια με ένα τσιμπιδάκι έβρεχα τον φιόγκο και τον κολλούσα στο τζάμι για να είναι το πρωί σιδερωμένος. Δε θα ξεχάσω ποτέ, όταν είδα μια κυρία η οποία είχε την έμμηνο ρύση, το φόβο που πέρασα νομίζοντας ότι την είχανε δείρει. Βέβαια, η κακουχία τη σταμάτησε. Ο οργανισμός αντέδρασε και αυτό ήταν το μόνο ευχάριστο μέσα στο δράμα που ζούσαμε.
- Πως οι συνθήκες διαβίωσης και η συμπεριφορά των Γερμανών δεσμοφυλάκων επηρέαζαν τη ψυχολογία σας;
Στο Στρατόπεδο υπήρχε πολύ ψείρα, πολλή βρώμα. Ένα βράδυ, ξημερώματα, ήρθαν οι Γερμανοί και διάλεξαν δέκα γυναίκες δήθεν για μπάνιο. Μέσα σε αυτές ήταν και η μαμά μου. Ήθελα και εγώ να πάω, όμως η φίλη της μου έσφιξε χέρια και πόδια και μου βούλωσε το στόμα για να μην ακουστεί ότι κλαίω. Και την πήγαν τη μαμά. Κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Όλοι φοβόμασταν ότι δεν θα γυρνούσανε. Μετά από κάμποση ώρα ακούσαμε ένα γαλλικό τραγούδι, ερχόντουσαν πλυμένες. Ήταν ένα είδος καψώνι και αυτό. Ψυχολογικός πόλεμος.
Τον Απρίλιο του ‘45 μας ανέβασαν πάλι στα τρένα. Πέφτανε βόμβες, υπήρχε πόλεμος και η μαμά μου με σκέπαζε με το σώμα της και ο μπαμπάς, ο οποίος είχε τύφο και δεν μπορούσε πολύ να κουνηθεί, σκέπαζε τη μαμά με το σώμα του και κάνανε έτσι μια σπηλιά, ώστε αν έπεφτε βόμβα να σωθώ.
Στο ύψος του Μαγδεμβούργο, παράλληλα με τον Έλβα, το τρένο σταμάτησε. Βλέπαμε από τα μικρά παράθυρα ότι πετάξανε τα διαβατήριά μας στα νερά. Αυτό ήταν πολύ κακό σημάδι γιατί σήμαινε ότι θα μας εξολοθρεύσουν.
Ξαφνικά οι Γερμανοί άρχισαν να φεύγουν. Μας άφησαν χωρίς φαΐ, χωρίς νερό και φύγανε. Μερικοί πιο θαρραλέοι νέοι άνοιξαν μια πόρτα και μπόρεσαν να ανοίξουν και όλες τις άλλες πόρτες.
Βγήκαμε και μείναμε παράλληλα από το συρμό. Βέβαια νερό είχαμε γιατί ήταν το ποτάμι δίπλα, αλλά δεν είχαμε τρόφιμα. Οι άνθρωποι άρχισαν να ψάχνουν τα χωράφια, βρήκανε κάτι ραπάνια, αλλά τα στομάχια μας δεν τα σήκωναν και περιμέναμε και ξάφνου είδαμε τους πρώτους φαντάρους με τα κλαδιά στα κράνη. Ήταν οι πρώτοι Αμερικάνοι.
Μόλις είδανε την κατάσταση, φύγανε και μετά από λίγο ήρθαν φορτηγά με υγειονομικό προσωπικό και τρόφιμα. Μας βάλανε στη σειρά να μας καταγράψουν γιατί πια δεν είχαμε διαβατήρια. Έγραψαν από που ήμασταν και σε ποιο στρατόπεδο ήμασταν. Μας κάνανε DDT από τη κορυφή μέχρι τα νύχια και μας δώσανε μια σούπα. Συλλάβανε και μερικούς Γερμανούς. Θυμάμαι ήμασταν πολύ περήφανοι. Πηγαίναμε τα πιτσιρίκια και τους βγάζαμε τη γλώσσα και κάναμε χίλιες-δυο ασχήμιες. Παίρναμε κάπως το αίμα μας πίσω.
Εικόνα 23: Βρετανοί ψεκάζουν με DDT πρώην κρατούμενους στο Στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν. Οι Αμερικανοί δεν είχαν μέσα μεταφοράς, πολεμούσαν, η μαμά μου έβαλε τον μπαμπά μου στον ώμο, πρέπει να σας πω ότι η μαμά μου είναι πολύ κοντούλα και ο μπαμπάς μου πάρα πολύ ψηλός και τον έσερνε και εγώ από δίπλα με ένα μπουγαλάκι, με τα λιγοστά μου πράγματα και την κούκλα μου και φτάσαμε στο Φαρσλέμπεν, στο οποίο υπήρχε ένα γερμανικό χωριό.
Οι Γερμανοί ήταν στα σπίτια τους. Ο Αμερικανός Στρατηγός ζήτησε από τον Κοινοτάρχη να δεχτούν οι Γερμανοί τα γυναικόπαιδα, τις οικογένειες με παιδιά. Αυτός αρνήθηκε. Μόλις του εξήγησαν τις συνέπειες που θα είχε το δέχτηκε και έτσι μας πήγανε σε ένα σπίτι. Ο μπαμπάς, η μαμά και εγώ, και απέξω ένας Αμερικάνος φρουρός. Μας δώσανε ζεστό νερό να πλυθούμε. Σκεφτείτε ότι είχα να πλυθώ από τις 24ης Μαρτίου του ‘44 και ήμασταν Απρίλιος του ‘45. Μας δώσανε φαγητό και τα κρεβάτια τους.
Το πρωί, φεύγοντας, η μαμά μου είδε σε ένα τραπεζάκι το ξίφος του Γερμανού. Ήταν αξιωματικός. Το πήρε και του είπε στα γαλλικά, «Οι νικητές παίρνουν τα όπλα των νικημένων». Πήρε το όπλο και φύγαμε. Μέχρι που πέθανε η μητέρα μου το είχε στο σαλόνι της.
Από το Φάρσλεμπεν φύγαμε και πήγαμε στο Ίρλεσλεμπεν. Εκεί οι Γερμανοί είχαν αδειάσει τα σπίτια και μας βάλανε σε σπίτια. Ο πατέρας μου ανέλαβε πάλι να μοιράζει το φαγητό. Ήτανε στο ταχυδρομείο του χωριού και πηγαίναμε εκεί και παίρναμε ό,τι μας έδιναν οι Αμερικάνοι. Εκεί πέθανε πολύς κόσμος από απελπισία, αφέθηκαν. Μέχρι το στρατόπεδο κρατιόντουσαν κατά κάποιον τρόπο. Όταν απελευθερωθήκαμε πολύς κόσμος αφέθηκε…
Στη συνέχεια, αυτό που κάνανε οι Αμερικάνοι ήτανε να φέρουν γιατρούς να μας εξετάσουν. Ήρθε ένας γιατρός και μας εξέτασε, εμένα με βρήκε μουμιοποιημένη.
Έπειτα, μας βάλανε πάλι σε τρένα, αλλά αυτή τη φορά σε ανοιχτά τρένα, με παράθυρα και με καθίσματα. Ήταν επιβατικά τρένα και αφού διασχίσαμε την κατεστραμμένη Γερμανία φτάσαμε στην Ολλανδία. Τα μάτια μου είχαν γουρλώσει και έβλεπα την καταστροφή της Γερμανίας.
Κατέβηκαν οι Ολλανδοί υπήκοοι. Οι Ολλανδοί μας δώσανε γάλα. Από την Ολλανδία το τρένο σταμάτησε στη Λιέγη. Ήταν καλοκαίρι πια. Ήρθαν τα καροτσάκια να μας πουλήσουν παγωτά, αλλά ήμασταν πρόσφυγες, δεν είχαμε χρήματα. Έφυγε ο παγωτατζής και έφερε δέκα καροτσάκια και μας μοίρασαν τα παγωτά. Τα στομάχια μας όμως δε σήκωναν τα παγωτά. Φτάσαμε στο πτωχοκομείο των Βρυξελλών όπου θα μέναμε, αλλά ήμασταν όλοι άρρωστοι.
Στις Βρυξέλλες μας κοίταξε πάλι γιατρός. Πάλι με βρήκε μουμιοποιημένη και μου έδωσε κάτι αμπούλες από αίμα το οποίο μύριζε ψοφίμι. Γινόταν μια μάχη για να το πιώ.
Στο Βέλγιο, ο μπαμπάς μου είχε συγγενείς, είχε μια θεία και ξαδέλφια. Αυτοί μας βγάλαμε αμέσως από το πτωχοκομείο και μας νοίκιασαν ένα δωμάτιο σε ένα προάστιο. Οι ιδιοκτήτες του σπιτιού αυτού όταν είδαν ότι η οικογένεια ήταν ένα ζευγάρι με ένα παιδάκι, είπαν «Το παιδάκι θα κοιμηθεί χώρια στο δωμάτιο της κόρης τους». Η κόρη τους είχε παντρευτεί.
Η κυρία αυτή κατάφερνε το πρωί και με έβαζε στο κήπο να ταΐσω τα πουλιά και μου έδινε αυτό το φρικτό φάρμακο. Έπρεπε να ντυθούμε. Τότε μπήκε η UNRRA και μας έδωσαν κουπόνια για να πάμε να ντυθούμε. Εμένα η UNRRA μου έφερε ένα ζευγάρι παπούτσια. Δεν είχα παπούτσια. Τα παπούτσια ήταν τρία νούμερα μεγαλύτερα. Η μαμά μου, μου έβαλε κουρέλια στη μύτη του παπουτσιού. Μπρος το μποτάκι, πίσω η Λόλα. Τα παπούτσια ήταν δυσανάλογα.
Αργότερα, πήγαμε σε ένα κατάστημα να πάρω παλτό. Είχα για παλτό μια κουβέρτα με μια τρύπα. Ανεβαίνοντας τις σκάλες βλέπω μια κούκλα με ένα θαλασσί παλτό. Λέω της μαμάς μου, «Αυτό θέλω». Έλα όμως που τα κουπόνια που μας είχαν δώσει οι Αμερικάνοι ήταν για χλαίνη, για χακί παλτό. Της λέει η πωλήτρια, «Δώστε μερικά χρήματα για να το πάρετε». Για να μην πολυλογώ, ο διευθυντής του καταστήματος όταν είδε ότι ήμασταν πρόσφυγες μου έδωσε το θαλασσί παλτό και φύγαμε χωρίς να πληρώσουμε τη διαφορά.
Από το Βέλγιο πήγαμε στο Παρίσι, στη Λουτέτσια. Εκεί ζούσαν τα αδέλφια του μπαμπά μου και μας πήραν στο σπίτι τους και μείναμε ένα βράδυ. Οι εικόνες μου εκεί άρχισαν να γίνονται ιστορίες, γιατί πλέον ο μπαμπάς και η μαμά μου άρχισαν να διηγούνται όλα όσα περάσαμε και οι εικόνες που είχα στο μυαλό μου άρχισαν να συνδέονται.
Από το Παρίσι, στο οποίο μείναμε δύο μέρες, μας πήγανε στη Μασσαλία σε ένα γυναικείο μοναστήρι. Εκεί, οι καλόγριες επέμεναν τα παιδιά να πίνουμε κόκκινο κρασί για να δυναμώσουμε. Από το μοναστήρι φύγαμε με ένα εγγλέζικο πλοίο, το «Ασκάνια» και πήγαμε στο Μπάρι, στο φρικτό Στρατόπεδο Εκτοπισμένων του Μπάρι.
- Πως ήταν οι συνθήκες διαβίωσης στο Στρατόπεδο Εκτοπισμένων του Μπάρι;
Πάρα πολύ φτώχια, πάρα πολύς κόσμος, φοβερή μιζέρια. Δεν υπήρχαν πλοία για να γυρίσουμε και δεν ξέραμε πότε θα γυρίσουμε. Μπορούσαμε να φύγουμε από το στρατόπεδο, αλλά δεν ξέραμε που να πάμε.
Ένα μεσημέρι μας πήρε ο μπαμπάς μου, γιατί στο Βέλγιο ο μπαμπάς μου δούλεψε με τα ξαδέλφια του και θέλανε να μείνουμε στο Βέλγιο και με τα λίγα λεφτά που είχε μαζέψει μας πήγε να φάμε έξω λίγο κανονικό φαΐ και πήραμε κοτόπουλο. Ήταν τόσο ακριβό, που ότι λεφτά είχε μαζέψει ο μπαμπάς μου τα έδωσε στο μαγαζί και φεύγοντας μου έλεγε, «Κοτοπουλάκι, κοτοπουλάκι, δε θα έχεις ξανά». Ξέρετε, οι γονείς μου δε με χάιδευαν και μου λέγανε τα πράγματα με το όνομα τους, δηλαδή πως, «Τώρα δεν μπορούμε αυτό ή θα κάνουμε εκείνο». Και κάποια μέρα βρέθηκε ένα καράβι και ήρθαμε στον Πειραιά.
Ήταν 11 Σεπτεμβρίου 1945. Πήραμε ένα ταξί, χωρίς να του πούμε βέβαια ότι δεν είχαμε λεφτά και του είπαμε να μας πάει στην οδό Λεοχάρους, όπου έμενε ο αδερφός του μπαμπά μου, αυτός που έφυγε από τη ταράτσα. Ανεβαίνοντας στην Κολοκοτρώνη η μαμά μου τον βλέπει στο δρόμο. Σταματάει το ταξί, μαζεύεται κόσμος, αρχίζουν όλοι να φωνάζουν. Εγώ αρχίζω και κλαίω. Πολυκοσμία.
Είχα αγριέψει πάρα πολύ. Ήμουν ένα παιδί που το παραμικρό με φόβιζε. Κάποιος ειδοποίησε την θεία μου. Ήρθε η θεία, με πήρε αγκαλιά να με πάει στο σπίτι. Εγώ την κλώτσαγα γιατί με έπαιρνε από τον μπαμπά και τη μαμά για να με πάει στο σπίτι και με βάζει μπροστά, δε θα το ξεχάσω ποτέ, είχε ένα τραπέζι που ήταν πάνω το σπιτάκι της Χιονάτης με τους 7 νάνους και βουβάθηκα, σταμάτησα να κλαίω. Μείναμε στη Λεοχάρους μέχρι το Φεβρουάριο του ‘46.
Μέναμε εμείς οι τρεις μαζί με τον θείο και τη θεία. Είχε έρθει και η προγιαγιά μου 100 χρονών, τα παιδιά της 80 χρονών που ήταν οι θείοι του μπαμπά μου. Είχε έρθει και ο άλλος αδελφός του μπαμπά μου, όλο το σπίτι γέμισε ράντσα. Το διαμέρισμα της Γκυιλφόρδου το είχε επιτάξει κάποια φίλη των Γερμανών. Βέβαια είχε βγει ένας νόμος όπου έλεγε ότι αυτοί που είχαν επιτάξει σπίτια έπρεπε να φύγουν και ο ιδιοκτήτης μας το ξανανοίκιασε και έτσι το Φεβρουάριο του ‘45 ξαναγυρίσαμε στην Γκυιλφόρδου.
Δεν είχαμε έπιπλα, δεν είχαμε τίποτα. Έχω τη σκηνή στα μάτια μου. Ο μπαμπάς μου έφερε κάτι να φάμε, δε θυμάμαι τι ήταν, σε μια λαδόκολλα και κάτσαμε χάμω σταυροπόδι και οι τρεις.
Μετά αποκτήσαμε ένα τραπέζι και τέσσερις πολυθρόνες σκηνοθέτη. Το ραδιόφωνο που το είχε κρύψει η πρεσβεία μας το ξανάδωσε, το είχαν κρυμμένο και έτσι ήταν η ζωή μας μέχρι το 1955.
- Όταν πλέον επιστρέψατε στην Ελλάδα συνεχίσατε το σχολείο;
Εμένα με πήγαν αμέσως στο σχολείο. Στο σχολείο Μπερζάρ, που τότε ήταν ένα σχολείο στην πλατεία Αιγύπτου πριν αυτό γίνει σχολή Μωραΐτη. Ο Μπερζάρ, όλα τα εβραιόπουλα που είχε στο σχολείο τα προβίβασε και εγώ από πρώτη δημοτικού βρέθηκα στην τρίτη τάξη. Δεν ήξερα να διαβάζω, δεν ήξερα να γράφω.
Είχα μία δασκάλα καταπληκτική, την κυρία Μανδαλήνου, η οποία δε θέλησε να με αρχίσει με το αναγνωστικό, είπε, «Ένα παιδί που έχει τέτοιες εμπειρίες ζωής, δεν μπορώ να το αρχίσω από το «Λόλα, πάρε το τόπι» και πήραμε το «Παραμύθι χωρίς Όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα.
Εκεί μου έμαθε ορθογραφία, αντιγραφή, γραμματική, μέχρι και αριθμητική. Βέβαια ο διευθυντής, ο Μπερζάρ, όταν με πήγε την πρώτη μέρα στην τάξη, είπε στα παιδιά ότι, «Ξέρετε, αυτή, η πρώην συμμαθήτριά σας, πέρασε αυτό και αυτό» και είπε, «Ποιος θα της κάνει χώρο να κάτσει;». Και ήτανε ένα κοριτσάκι, η Γεννατά, η οποία μου έκανε χώρο και έβγαλε από την τσάντα της ένα γλειφιτζούρι.
- Πως σας συμπεριφέρονταν οι συμμαθητές σας; Σας ρωτούσαν για το Στρατόπεδο;
Δε με ρωτήσανε όχι. Δε μιλούσα κιόλας. Δεν ήθελα, δεν έλεγα τα του στρατοπέδου. Και στο γυμνάσιο, θυμάμαι μια φορά που μια μαθήτρια πιο μεγάλης τάξης με είπε, «Παλιό- Εβραία». Εκεί θύμωσα πάρα πολύ και πήγα στη διευθύντρια και της είπα ότι, «Εγώ δε δέχομαι να με πούνε παλιό-Εβραία» και η διευθύντρια την κάλεσε και της είπε, «Φαίνεται ότι δε ξέρεις ιστορία». Και σαν τιμωρία της έδωσε να κάνει μια εργασία για το Ολοκαύτωμα και της είπε, «Θα παρακαλέσεις τη Λόλα να σε βοηθήσει».
Τη βοήθησα και έκανε την εργασία, την οποία παρουσίασε σε όλο το κολλέγιο, γιατί στο κολλέγιο τότε έπρεπε να παρουσιάζεις κάθε πρωί, σε όλες τις μαθήτριες, την εργασία σου. Και βέβαια οι καθηγήτριες μετά, επί μία εβδομάδα, κάθε πρωί, είχαν ένα θέμα για το Ολοκαύτωμα και έγινε μια σοβαρή δουλειά. Βέβαια, την κοπέλα αυτήν την είχα αργότερα πελάτισσα στη δουλειά και ήμασταν πολύ φίλες. Έτσι είχαμε μια συμπάθεια.
- Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα ξεσπάνε Εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις. Τι θυμάστε από αυτήν την ταραγμένη περίοδο;
Από το Εμφύλιο έχω πολύ λίγα βιώματα. Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι ακούγαμε πάρα πολύ συχνά αυτό τον αξιωματικό που άκουγε ο πατέρας μου στο BBC. Ήταν τόσα πολλά τα βιώματα από το Στρατόπεδο… Ξέρετε, κάθε απόγευμα ερχόντουσαν φίλοι στο σπίτι, συγγενείς και άλλοι φίλοι που ήταν μαζί μας στο στρατόπεδο και αναπαριστούσαν τα του στρατοπέδου. Εμένα η ζωή μου ήταν το στρατόπεδο.
- Ποιες είναι οι αναμνήσεις που σας έχουν μείνει πιο έντονες από το Στρατόπεδο;
O φόβος, όταν σκέφτομαι το στρατόπεδο, αυτόν το φόβο που αισθανόμουν, είχα φοβερούς εφιάλτες. Έπρεπε να κοιμάμαι ανάμεσα από τον μπαμπά μου και τη μαμά μου με τα φώτα όλα αναμμένα. Τότε, υπήρχαν διακοπές ρεύματος. Έτσι και κοβόταν το ρεύμα ούρλιαζα. Εάν σας πω ότι, όταν γεννήθηκε μία από τις εγγονές μου, η κόρη μου είχε πολύ δύσκολη γέννα, εκείνο το βράδυ όταν γύρισα στο σπίτι και κοιμήθηκα, ονειρεύτηκα ότι ήμουνα με τα τέσσερα παιδιά της μεγάλης μου της κόρης και το νεογέννητο στην οδό Αθηνάς και είχανε μπλόκο οι Γερμανοί και φώναζα στον ύπνο μου, «Τρεχάτε, τρεχάτε από δω» και με ξύπνησε ο άντρας μου.
- Μετά από 80 χρόνια, ποιος είναι ο λόγος που διηγείστε την ιστορία σας;
Μιλάω γιατί φοβάμαι, φοβάμαι ότι θα ξαναγίνει. Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν τι έγινε για να το σταματήσουν εν τη γενέσει του. Γιατί βλέπω πάλι μια άσχημη ατμόσφαιρα. Ενώ ήλπιζα ότι μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δε θα βλέπαμε άλλους πολέμους και όμως βλέπουμε συνέχεια.
- Τι θα θέλατε να διδαχθούν οι νέοι από το Ολοκαύτωμα;
Να μάθουν ότι πρέπει να πολεμήσουμε το ρατσισμό, τον αντισημιτισμό. Ότι κάθε άνθρωπος έχει τις αξίες του, τα πιστεύω του, να τον βοηθήσουν, να τον σέβονται, να σέβονται τον συνάνθρωπο. Εμένα, πολλές φορές μου λένε φίλοι μου ότι, «Εσύ, είσαι διαφορετική». Μα γιατί είμαι διαφορετική; Σε τι διαφέρουμε; Μόνο στη θρησκεία. Σε τίποτα άλλο. Στα Ελληνικά; Στο ίδιο σχολείο ήμασταν, καθόμασταν στο ίδιο θρανίο. Έχει ο άνθρωπος την τάση να ξεχωρίζει. Πρέπει να το ξεπεράσουμε.
- Τι είναι σημαίνει για εσάς το Ολοκαύτωμα;
Το Ολοκαύτωμα ήταν μια φοβερή σελίδα. Όταν βλέπω από την οικογένειά μου πόσοι χάθηκαν… Ξέρετε, τώρα τελευταίως άνοιξα παλιά αρχεία και άρχισα να διαβάζω πόσα άτομα χάθηκαν από την οικογένειά μας. Έβλεπα την πεθερά μου, που πέθανε 104 χρονών, η οποία δεν είχε συνέλθει από το χαμό του παιδιού της που της το πήραν από τα χέρια της.
Η πεθερά μου ήταν Ελληνίς υπήκοος. Τα πεθερικά μου ήταν Πορτογάλοι υπήκοοι, αλλά υπήρχε ένας νόμος, όπου αυτοί που θα κάνανε βιομηχανίες στο ελληνικό κράτος έπρεπε να πάρουν την ελληνική υπηκοότητα. Οπότε ο πεθερός μου από Πορτογάλος έγινε Έλληνας υπήκοος και στον πόλεμο κατέβηκαν και αυτοί από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Προσπάθησαν να κρυφτούν, φορούσαν το άστρο. Ο πεθερός μου κρύφτηκε σε έναν δικηγόρο Παπαχελά. Ο γιος τους και μετέπειτα άντρας μου ήταν τότε ένα παλικαράκι 13 χρονών και κρύφτηκε στην οικογένεια Κεφάλα της αθηναϊκής χαρτοποιίας.
Η πεθερά μου, με τον μικρό, τον Ερρίκο, που ήταν 9 χρόνων, κρύφτηκαν σε έναν γραμματέα της ισπανικής πρεσβείας. Εκεί την πρόδωσαν, την πήγαν στη Μέρλιν και την ξυλοφόρτωσαν. Γράφει στα απομνημονεύματά της, ότι την έδειραν με σιδερένιες βέργες, της σπάσανε τα δόντια και την φοβέριζαν ότι θα κάνουν το ίδιο στον μικρό. Δεν το κάνανε, τη φέρανε στο Χαϊδάρι. Όταν τη φέρανε ήταν ματωμένη και κούτσαινε και την πήγαν στο Άουσβιτς. Φτάνοντας στο Άουσβιτς, στο μέρος που γινόταν η διαλογή της πήραν τον μικρό από τα χέρια της και το στείλανε με τα γυναικόπαιδα. Ο μικρός τη ρώτησε, «Θα σε δω το βράδυ;». Και του είπε, «Βεβαίως» και δεν τον ξαναείδε.
Η ίδια σώθηκε σαν διερμηνέας γιατί ήξερε γερμανικά, γαλλικά και αγγλικά και αυτό τη διευκόλυνε πολύ. Αυτό την έσωσε. Δεν συνήλθε όμως ποτέ. Πάντοτε είχε τον καημό που δε την άφησαν να πάει με το παιδί της.
- Τι σημαίνει για εσάς η λέξη «πατρίδα»;
Κατά αρχήν το τόπος που μένω, ο τόπος που ζω, που έχω φίλους. Κοιτάξτε, αν μου πείτε, «Φύγε από την Ελλάδα», δε θα μπορέσω. Δε θα μπορέσω να αποχωριστώ τους φίλους που έχω. Οι φίλοι είναι ένας πολύ μεγάλος κρίκος από μία πολύ μεγάλη άγκυρα. Ακόμα, οι μυρωδιές, ο τρόπος ζωής. Πώς; Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα.
Εικόνα 37: Το μήνυμα της κα. Άντζελ. Το Ολοκαύτωμα, μέσω της συστηματικής εξόντωσης των εβραϊκών πληθυσμών, αποτέλεσε την πιο μελανή σελίδα του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Το ανθρώπινο δράμα των ατόμων που οδηγήθηκαν στα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης-Θανάτου σημάδεψε την Παγκόσμια Ιστορία και αποτυπώθηκε στη συλλογική μνήμη.
Η μνήμη του Ολοκαυτώματος δεν πρέπει να ξεχαστεί, γιατί η λήθη αποτελεί όπλο στα χέρια των τυράννων. Η κα. Άντζελ επέζησε και εξιστορεί την προσωπική της ιστορία συμβάλλοντας στη διατήρηση της μνήμης και στη διαπαιδαγώγηση των νεότερων γενιών.
Πολιτικός Επιστήμονας, Απόφοιτος της Σχολής Ασφάλειας και Διπλωματίας του Ισραήλ και της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με ερεθίσματα στην Ιστορική γνώση και στην προαγωγή της ορθής ενημέρωσης.