Συγγνώμη: “η έκφραση της μετάνοιας κάποιου για λόγο ή πράξη του εις βάρος άλλου” (Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γεωργίου Μπαμπινιώτη). Μία λέξη τόσο εύκολο να την πεις, αλλά τόσο δύσκολο να την εννοήσεις. Καθημερινά την ακούμε γύρω μας. Μία τόσο σπουδαία λέξη με τεράστιο σημασιολογικό υπόβαθρο που όμως το νόημα της έχει χάσει κάθε αξία λόγω της σπάταλης και ασύστολης χρήσης της. Δεν είναι τυχαίο το λαϊκό ρητό, σύμφωνα με το οποίο από τότε που βγήκε η συγγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο. Πόσο εύκολο είναι όμως μία τέτοια λέξη να ειπωθεί από το στόμα ενός πολιτικού; Κι εφόσον το κάνει, σε ποιο βαθμό την εννοεί και δεν πρόκειται για ένα επικοινωνιακό τέχνασμα;
Η πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου, εβδομάδα καταστροφής για πολλές περιοχές της χώρας μας, έφερε προ των ευθυνών του τον κρατικό μηχανισμό. Τα τεράστια μέτωπα πυρκαγιών διασκορπισμένα ανά την επικράτεια, προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στη χλωρίδα και πανίδα του τόπου, καθώς και στις περιουσίες συμπολιτών μας. Σχεδόν μισό εκατομμύριο στρέμματα και εκατοντάδες σπίτια καταστράφηκαν στο πέρασμα της πύρινης λαίλαπας στην Εύβοια, ενώ ανυπολόγιστη είναι η ζημιά στη Βόρεια Αττική, την Ηλεία και την Μεσσηνία. Ο πρωθυπουργός, αντιλαμβανόμενος το μέγεθος της καταστροφής, ανέλαβε την ευθύνη που του αναλογεί και ζήτησε συγγνώμη από τον ελληνικό λαό για τις αστοχίες στη διαχείρηση των μετώπων. Μία πράξη σπάνια για τα ελληνικά – και όχι μόνο – δεδομένα, που προκάλεσε διφορούμενα σχόλια και ανάμεικτα συναισθήματα.
Η ιστορία αποδεικνύει ότι οι περιπτώσεις πολιτικών προσώπων, που προχώρησαν σε μία τέτοια κίνηση, είναι ελάχιστες. Στην Ελλάδα όλοι έχουμε να θυμόμαστε το διαβόητο “Mea culpa” του Ανδρέα Παπανδρέου προς τον ελληνικό και κυπριακό λαό για την κατηγορία πως άφησε στο περιθώριο το ζήτημα του “Κυπριακού” κατά τη συνάντηση του με τον Τούρκο ομόλογο του, Τουργούτ Οζάλ, στο Νταβός τον Φλεβάρη του 1988. Η περίφημη αυτή φράση του Έλληνα πρωθυπουργού – που χαράκτηκε στην πολιτική ιστορία του τόπου – ήρθε με καθυστέρηση τεσσάρων μηνών και κατόπιν της πρότασης δυσπιστίας που είχε καταθέσει στη Βουλή ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Ούτε για τα ευρωπαϊκά δεδομένα η “πολιτική” συγγνώμη είναι σύνηθες φαινόμενο. Τα παραδείγματα ελάχιστα. Ο πρώην Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ τον Ιούνιο του 2016 ζήτησε δημοσίως συγγνώμη για την εμπλοκή της χώρας του στις στρατιωτικές επιχειρήσεις και το πόλεμο του Ιράκ το 2003, ενώ πιο πρόσφατα παραδείγματα μεταμέλειας πολιτικών αρχηγών αποτελούν αυτά του Γάλλου προέδρου Μακρόν πριν μερικούς μήνες με αφορμή την 26η επέτειο της γενοκτονίας της Ρουάντα, αναγνωρίζοντας με αυτό το τρόπο τις ευθύνες της Γαλλίας για τη δολοφονία 850.000 περίπου ανθρώπων της φυλής Τούτσι από ομοεθνείς τους. Αλλά και ο Ολλανδός πρωθυπουργός, Μαρκ Ρούτε, για την άστοχη και βιαστική έξοδο από το lockdown του χειμώνα, με αποτέλεσμα την αύξηση του κρουσμάτων κορωνοϊού στη χώρα του.
Πίσω στα δικά μας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης με αίσθημα ευθύνης δεν κρύφτηκε πίσω από τους υπουργούς του για τα όσα τραγικά συνέβησαν στα μέτωπα των πυρκαγιών. Με τα λόγια του προϊδέασε – θετικά θέλω να ελπίζω – όσα θα ακολουθήσουν για τη στήριξη των πληγέντων, την αποκατάσταση των ζημιών και φυσικά του περιβάλλοντος. Από τα έργα και τις πράξεις της κυβέρνησης στο μέλλον θα κριθεί, αν το “συγγνώμη” του ήταν ειλικρινές ή στάχτη στα μάτια των πυρόπληκτων και του ελληνικού λαού.
Φοιτητής του τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο