Τα τελευταία χρόνια ένας ατέρμονος κύκλος αίματος διαδραματίζεται τόσο στην βόρεια Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη επικράτεια της χώρας μας. Αφορμή αυτού αποτελούν περιστατικά καταδιώξεων υπόπτων οχημάτων από την αστυνομία τα οποία στην προσπάθεια τους να διαφύγουν εκτρέπονται της πορείας τους και συγκρούονται με διερχόμενα οχήματα.

Πλέον τα κυκλώματα διακινητών παράνομων μεταναστών και προσφύγων εφαρμόζουν την εξής τακτική. Μεταφέρουν οδικώς από τους Κήπους του Έβρου στην ενδοχώρα προσφυγές και μετανάστες στοιβαγμένους μέσα σε αυτοκίνητα. Πολλές φορές εντοπίζονται από τα μπλόκα της αστυνομίας πλην όμως δεν συμμορφώνονται στις υποδείξεις των διωκτικών αρχών και αναπτύσσουν ταχύτητα προκειμένου να ξεφύγουν. Συνέπεια αυτού είναι να υπάρξει καταδίωξη με ολέθρια αποτελέσματα.

Μόνο για το 2018, από το Μάρτιο ως το τέλος του έτους, καταγράφηκαν τουλάχιστον 9 τροχαία δυστυχήματα στους δρόμους της Βόρειας Ελλάδας, με τραγικό απολογισμό 26 νεκρούς και 79  τραυματίες πρόσφυγες και μετανάστες, σύμφωνα με την καταγραφή του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης, ενώ ο συνολικός αριθμός των θυμάτων μέχρι σήμερα ανέρχεται σε 33 νεκρούς και 100 τραυματίες. Ανάμεσα στους νεκρούς και τους τραυματίες δεν συγκαταλέγονται και τουλάχιστον 3 διερχόμενοι συμπολίτες μας οι οποίοι έχασαν την ζωή τους καθώς και τουλάχιστον 5 τραυματίες.

Τα παραπάνω στατιστικά φανερώνουν ένα κενό στην στρατηγική αντιμετώπισης αυτού του φαινομένου από τις διωκτικές αρχές. Καθότι δεν υπάρχουν πρωτόκολλα ενεργειών από τους αστυνομικούς για αυτές τις περιπτώσεις. Επίσης δεν είναι μόνο η Βόρεια Ελλάδα που αντιμετωπίζει τέτοια περιστατικά. Καθημερινά ανά την επικράτεια δεκάδες οδηγοί για διάφορους λόγους δεν σταματούν για έλεγχο κατόπιν σήματος των αρχών με αποτέλεσμα να αναπτύσσουν ταχύτητα και να θέτουν σε κίνδυνο τις ζωές των συμπολιτών μας. Επιπρόσθετα πλήττονται και οι περιουσίες των συμπολιτών μας καθότι  εντός αστικού ιστού  οι προσκρούσεις των οχημάτων των δραστών είτε σε σταθμευμένα οχήματα είτε σε καταστήματα είναι πιο συχνές λόγω της ρυμοτόμησης των πόλεων.

Το τέλος μιας Ελληνικής καταδίωξης πάντα είναι είτε σύλληψη του δράστη, είτε τραυματισμός ή θάνατος ανθρώπων λόγω πρόσκρουσης ή διαφυγή του δράστη. Η σύλληψη στο 100% των περιπτώσεων επιτυγχάνεται πάντα είτε λόγω έλλειψης καυσίμων είτε λόγω πρόσκρουσης του οχήματος.

Τα παραπάνω συμβαίνουν γιατί από το Ελληνικό νομοθετικό σύστημα απουσιάζει η δυνατότητα του εμβολισμού των οχημάτων των δραστών από την αστυνομία, όπως συμβαίνει στις Η.Π.Α. Επίσης εκτός από το νομοθετικό πλαίσιο απουσιάζουν από την ΕΛ.ΑΣ ειδικά οχήματα με μπάρες πρόσκρουσης. Η απουσία αυτών των εργαλείων από το “οπλοστάσιο” της αστυνομίας έχει ως αποτέλεσμα πολύωρες καταδιώξεις αν αναλογιστεί κανείς το γεγονός ότι  όσον αφορά την Βόρεια Ελλάδα , στις περισσότερες των περιπτώσεων οι καταδιώξεις τελείωσαν στην είσοδο της Θεσσαλονίκης και η απόσταση μεταξύ Θεσσαλονίκης –Κήπων Έβρου είναι 340 χιλιόμετρα.

Μία καταδίωξη λοιπόν, απαιτεί και πόρους τόσο σε οχήματα όσο και σε ανθρώπινο δυναμικό. Προκειμένου να συλληφθεί ένας δράστης απασχολούνται ανά την επικράτεια, στα πλαίσια της εδαφικής τους αρμοδιότητας πάρα πολλά οχήματα και αστυνομικοί αποτέλεσμα που  προκύπτει, εκτός από το λουτρό αίματος είναι ουσιαστικά μεγάλες γεωγραφικές περιοχές να μένουν χωρίς αστυνόμευση για μεγάλο χρονικό περιθώριο. Έτσι δημιουργείται από την μία ευκαιρία για τους εγκληματίες να διαπράξουν αδικήματα και ταυτόχρονα αισθήματα ανασφάλειας φόβου και απαξίωσης ως προς τους θεσμούς από τους πολίτες.

Συνεπώς καθίσταται πλέον αναγκαία η χάραξη μιας νέας πολιτικής από πλευράς κράτους προκειμένου να σταματήσουμε να θρηνούμε θύματα λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης. Πρέπει πλέον το πολιτικό κόστος να μπει πιο πάνω από την ανθρώπινη ζωή.