Γράφει ο Αλέξανδρος Σγαρδώνης

Με την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στην χώρα μας μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουλίου, υπάρχει μία έντονη κινητικότητα όσον αφορά εκκένωση καταλήψεων και εξάλειψης φαινομένων ανομίας και παραβατικότητας. Ταυτόχρονα όμως υπάρχει και εκτενείς και έντονες καταγγελίες από πλευράς μερίδας πολιτών και ΜΜΕ για υπέρμετρη και άκοπη χρήση αστυνομικής βίας.

Όσον αφορά τα Εξάρχεια και τις καταλήψεις υπήρχαν εκτενείς αναφορές τόσο από την αντιπολίτευση όσο και από τα ΜΜΕ. Καταλήψεις οι οποίες ,οι περισσότερες δημιουργήθηκαν όταν η σημερινή αντιπολίτευση ήταν κυβέρνηση και για τις οποίες εκκρεμούσαν πλήθος εισαγγελικών εντολών για εκκένωση, πλην όμως δεν εκτελούνταν . Τα άτομα τα οποία ανευρέθηκαν στα υπό κατάληψη κτίρια ήταν κυρίως μετανάστες οι οποίοι στερούνταν των νόμων εγγράφων παραμονής τους στην χώρα και άτομα του αντιεξουσιαστικού χώρου. Ενώ επίσης ανευρέθηκαν πλήθος από πολεμοφόδια καθώς και ναρκωτικά και κλαπέντα αντικείμενα.

Ενώ οι επιχειρήσεις της αστυνομίας είχε ως αποτέλεσμα αρχικά την ευρεία αποδοχή του κοινού στην συνέχεια με την περίπτωση της Κατάληψης της οδού Ματρόζου στο Κουκάκι η κατάσταση άλλαξε. Εκεί όπου συνελήφθη ο σκηνοθέτης κ. Ινδαρές καθώς και οι γιοί του για επίθεση εναντίον των αστυνομικών και για συμμετοχή στην κατάληψη για τους τελευταίους. Τότε από πλευράς της ΕΚΑΜ έγινε χρήση του όπλου Μανουρίν ή πλαστικής γροθιάς όπως αλλιώς ονομάζεται, προκειμένου να συλληφθεί ο Ινδαρές καθότι αντιστεκόταν της σύλληψης. Από εκείνο το σημείο και μετά ξεκίνησε ένας ατέρμονος διάλογος στα δελτία των ειδήσεων για το αν έπραξε η αστυνομία σωστά.

Καταρχάς πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι η αστυνομική πρακτική και η μέθοδος εφόρμησης σε κτίριο καθώς και ο ασφαλής έλεγχος τους και η σύλληψη ατόμων εσωτερικά αυτών είναι ζητήματα εξειδικευμένα με σκληρή και έντονη εκπαίδευση και δεν γίνεται να αναλυθούν από δημοσιογράφους σε πάνελ, βασιζόμενοι στην δικιά τους οπτική γωνία. Επίσης από πλευράς αστυνομίας, η τακτική που χρησιμοποιεί βασίζεται στο ισχύον νομικό πλαίσιο και στις εκπαιδεύσεις τις οποίες πραγματοποιούν όλες οι τακτικές επιχειρησιακές ομάδες καταστολής σε όλο το κόσμο. Με λίγα λόγια η αστυνομία δεν θα έπρεπε να επηρεάζεται από την κοινή γνώμη σε θέματα ειδικής επιχειρησιακής τακτικής όταν κινδυνεύουν ανθρώπινες ζωές.

Πράγμα το οποίο δεν συνέβη στην δεύτερη ανακατάληψη της οδού Ματρόζου, όπου η αστυνομία προκειμένου να μην προκαλέσει εκ νέου αντιδράσεις διέθεσε 3 ομάδες ΟΠΚΕ  και μία ΕΚΑΜ οι οποίοι χωρίς την χρήση πλαστικών σφαιρών, Μανουρίν ούτε  δακρυγόνων, παρά μόνο με την χρήση των ασπίδων τους ως Ρωμαίοι Λεγεωνάριοι , οι οποίοι εφορμούν σε Γαλατικό χωρίο,  ανακατέλαβαν το συγκεκριμένο κτίριο αλλά με απώλειες τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό όσο και σε υλικό. Ενδεικτικά αναφέρω ότι 6 αστυνομικοί των ΟΠΚΕ κατέληξαν στο Νοσοκομείο και οι φθορές σε εξοπλισμό ξεπέρασαν τις 12.000 ευρώ. Έτσι και η κοινωνία στερήθηκε  για ένα διάστημα αστυνομικούς οι οποίοι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της αστυνόμευσης  και ο πενιχρός κρατικός προϋπολογισμός επιβαρύνθηκε εκ νέου. Ενώ όσον αφορά το αποτέλεσμα άπαντες οι συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι με διώξεις  πλημμεληματικού χαρακτήρα.

Για άλλη μια φορά λοιπόν η διοίκηση της αστυνομίας προτίμησε να ‘’θυσιάσει’’ τους άνδρες της προκειμένου να αποσοβήσει αντιδράσεις και λαϊκή κατακραυγή. Λέω άλλη μια φορά διότι ενδεικτικά αναφέρω τις περιπτώσεις των ΧΥΤΑ Γραμματικού, Λευκίμμης και Κερατέας καθώς και οι πρόσφατες επιχειρήσεις σε Χίο και Μυτιλήνη όπου η κατάσταση ήταν ακριβώς η ιδία. Ενώ ξεκίνησε ο κρατικός μηχανισμός να εφαρμόζει συγκεκριμένες αποφάσεις και έργα υποδομής, εξαιτίας της λαϊκής αντίδρασης οι αποφάσεις του ματαιώθηκαν αφήνοντας πίσω τραυματίες και από τις δύο πλευρές και χιλιάδες ευρώ πεταμένα στον βωμό του πολιτικού κόστους.

Στο κομμάτι όμως της αστυνομικής βίας υπήρχε πράγματι από κάποιο χρονικό σημείο και μετά έντονη χρήση. Αυτό οφείλεται κυρίως για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι οι αντιδράσεις ήταν τόσο έντονες που οι διαμαρτυρόμενοι ποίτες  έκαναν χρήση μολότοφ, σκαγιών κυνηγητικών όπλων ακόμη και φωτοβολίδες και αυτοσχέδια εκρηκτικά εναντίων αστυνομικών δυνάμεων. Ο δεύτερος είναι ότι οι δυνάμεις καταστολής είναι κρατικοί υπάλληλοι και όχι δημόσιοι άρα δεν εργάζονται το κλασσικό 8ωρό με δύο ρεπό την εβδομάδα. Στις παραπάνω περιπτώσεις κλήθηκαν και εργάστηκαν 15 ώρες συνεχόμενα τουλάχιστον  και μετά την λήξη της υπηρεσίας τους κλήθηκαν την επομένη το πρωί να αναλάβουν εκ νέου  υπηρεσία. Ειδικότερα στην περίπτωση της Μυτιλήνης η ανάπαυλα δεν ξεπέρασε το 8ωρο . Συνέπεια αυτής της καταστρατήγησης του ωραρίου ήταν τόσο η σωματική και πνευματική κόπωση όσο και η ενδυνάμωση των ενστίκτων θυμού και οργής από πλευράς των  δυνάμεων καταστολής. Ήταν δεδομένο ότι η κατάσταση θα ξεφύγει και θα επικρατήσουν τα συναισθήματα, καθότι ο άνθρωπος δεν είναι μηχανή.

Συνεπώς, πρέπει να επισημανθεί ότι όταν ο κρατικός μηχανισμός πρέπει να ενεργήσει ένεκα πολιτικής εντολής,  θα πρέπει ή να το κάνει οργανωμένα και με την στήριξη της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας μέχρι τέλους ή να μην επεμβαίνει καθόλου αν κριθεί ότι οι αντιδράσεις θα επιφέρουν μεγαλύτερο κόστος από ότι το προσδοκώμενο  της εφαρμογής της πολιτικής.