Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπαλατσός

Η φιλελεύθερη θεωρία των διεθνών σχέσεων είναι αρκετά διαδεδομένη και αρεστή μέσα στους κύκλους των πολιτικών φιλοσόφων, οι οποίοι συνηθίζουν να παρουσιάζουν μια πιο αισιόδοξη σκοπιά για το διεθνές γίγνεσθαι. Μετά το 1973, περίοδος που παρατηρήθηκε αύξηση των πολυεθνικών επιχειρήσεων, τα ζητήματα ασφαλείας, ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών και η ισχύς (ζητήματα που προβάλει κατά βάση ο πολιτικός ρεαλισμός) γίνονται «ντεμοντέ» και κερδίζουν έδαφος οι θεωρίες που αναδεικνύουν περισσότερο τα οικονομικά ζητήματα και την οικονομική συνεργασία των κρατών. Πράγματι, ειδικότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρατηρείται μια τάση υπερπροβολής των φιλελεύθερων ιδεών, κυρίως του ρόλου της ηθικής στην πολιτική αλλά και της προόδου του ανθρώπινου είδους. Ο τεράστιος πολιτικός φιλόσοφος, Alexis de Tocqueville, αναφέρει χαρακτηριστικά για τους Αμερικανούς: «πιστεύουν ότι ο άνθρωπος είναι προικοδοτημένος με μια απεριόριστη ικανότητα βελτίωσης». Παρ’ όλη την αισιοδοξία του αμερικάνικου τρόπου ζωής, υποστηρίζω ότι κινητήριος δύναμη στην παγκόσμια σκακιέρα δεν είναι το εμπόριο αλλά αυτό που ονομάζουμε «εθνικό συμφέρον» ή άλλως «ανταγωνισμός ασφάλειας». Ας δούμε παρακάτω τρεις κύριες οπτικές του φιλελευθερισμού.

Αρχικά, οι φιλελεύθεροι υποστηρίζουν ότι το εμπόριο και τα υψηλά επίπεδα οικονομικής αλληλεξάρτησης μεταξύ των κρατών συνιστούν παράγοντες αποφυγής στρατιωτικής εμπλοκής, καθώς δημιουργείται μια φιλελεύθερη οικονομική τάξη, προάγουσα την ευημερία και κατ’ επέκταση την ειρήνη, διότι, σύμφωνα με αυτή την θεωρία, οι περισσότεροι πόλεμοι γίνονται για την απόκτηση πλούτου. Δευτερευόντως, υποστηρίζουν ότι οι δημοκρατίες δεν πολεμούν μεταξύ τους. Συνεπώς, ένας κόσμος μονάχα με δημοκρατικά κράτη δεν θα γνώριζε ποτέ τον πόλεμο. Τέλος, η ύπαρξη διεθνών οργανισμών (πχ ΟΗΕ) λειτουργεί αποτρεπτικά και παροτρύνουν τα κράτη να επιλύσουν τις διαφορές τους με ειρηνικούς τρόπους.

Όπως παρατηρούμε, η έννοια της ισχύος διαδραματίζει έναν πολύ υποδεέστερο ρόλο σύμφωνα με τους φιλελεύθερους. Αυτό που παρουσιάζεται κυρίως σαν αξίωμα είναι η οικονομική συνεργασία μεταξύ των κρατών. Όμως, η αισιόδοξη οπτική των διεθνών σχέσεων σκιαγραφεί μια εντελώς αλλοιωμένη εικόνα της διεθνούς πολιτικής. Ας δούμε μερικά παραδείγματα.

Είναι παγκοίνως γνωστό, ότι ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος είναι μια από τις πιο τραγικές στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ωστόσο, κατά την περίοδο που προηγήθηκε του παγκοσμίου πολέμου, παρατηρείται ραγδαία αύξηση των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των κρατών της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Γόνιμο συμπέρασμα: Η εμπορική συνεργασία μπορεί πράγματι να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο στις διακρατικές σχέσεις, εφόσον πρωτύτερα έχουν επιλυθεί οι γεωπολιτικές διαφορές. Κατά την περίοδο του Β Παγκοσμίου Πολέμου οι ΗΠΑ αρχικώς συμμάχησαν με την Σοβιετική Ένωση, ένα καθ’ όλα ολοκληρωτικό κράτος, εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας. Έπειτα, ακολουθεί μια μακρόχρονη περίοδος γνωστή ως Ψυχρός Πόλεμος, στην οποία οι άλλοτε σύμμαχοι (Αμερική και  Σοβιετική Ένωση) βρίσκονταν στα πρόθυρα πυρηνικής σύρραξης.  Η ρητορική της Αμερικής εκείνη την περίοδο διαπνέονταν από ένα έντονο σταυροφορικό πνεύμα, καθώς έδινε την εντύπωση ότι ο πόλεμος ενάντια στην Σοβιετική Ένωση είναι πάνω από όλα ένας πόλεμος κατά του ολοκληρωτισμού, ένας πόλεμος μεταξύ καλού και κακού. Όμως, πίσω από αυτή την όμορφη ρητορική, κρύβονταν ιδιοτελή γεωπολιτικά συμφέροντα, ένας αγώνας για την παγκόσμια κυριαρχία. Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στα καθ’ ημάς γεωπολιτικά τεκταινόμενα. Επί χρόνια κυριαρχούσε η ιδέα ότι η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας θα την μετατρέψει σε ένα κράτος δυτικών προτύπων με αποτέλεσμα να απαλειφθεί η απειλή στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης, δηλαδή στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Οι τελευταίες εξελίξεις αποδεικνύουν πόσο μακριά από την πραγματικότητα βρίσκονταν αυτές οι εκτιμήσεις. Η Τουρκία πλέον έχει γιγαντωθεί και είναι έτοιμη να αναλάβει το σκήπτρο στην ανατολική μεσόγειο. Όσο εμείς παρηγορούμασταν με φιλελεύθερες αυταπάτες, οι γείτονες μας δούλευαν συστηματικά για την επαύξηση της γεωπολιτικής ισχύος τους. Είναι καιρός επιτέλους να επιστρέψουμε σε μια ρεαλιστική προσέγγιση της εξωτερικής μας πολιτικής.