Είναι γεγονός ότι η οικονομική κρίση του 2009 επηρέασε άρδην την ελληνική κοινωνία και οδήγησε μυριάδες ανθρώπους στην ανεργία. Ένας από τους χώρους που επλήγη σε μεγάλο βαθμό είναι, δίχως αμφιβολία, ο χώρος της «εκπαίδευσης».
Με τον όρο «Εκπαίδευση» αναφερόμαστε κυρίως στην συστηματική και θεσμοθετημένη μορφή παιδείας, η οποία παρέχεται είτε από την πολιτεία (κράτος) είτε από κάποιον ιδιωτικό φορέα. Στόχος της είναι να «σμιλεύσει» υγιείς και συγκροτημένες προσωπικότητες και να «εξοπλίσει» τα άτομα με τις απαραίτητες γνώσεις και ανθρωπιστικές αξίες.
Μία από τις συνιστώσες της εκπαίδευσης είναι οι καθηγήτριες και οι καθηγητές, οι οποίοι ασκούν το λειτούργημα αυτό με μηδαμινές παροχές από το κράτος. Συγκεκριμένα, πολλοί είναι οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι «καλούνται» να διδάξουν σε μαθήτριες και μαθητές μαθήματα, τα οποία δεν εμπίπτουν στις «αρμοδιότητές» τους και δεν σχετίζονται με το αντικείμενο σπουδών τους καθώς δεν υπάρχουν οι αρμόδιοι καθηγητές να τα διδάξουν.
Επιπλέον, δεν είναι λίγοι οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι παρακολουθούν επιμορφωτικά σεμινάρια με απώτερο σκοπό, εκτός από την διεύρυνση των προσωπικών τους γνώσεων, τον διορισμό σε κάποιο σχολείο της δημόσιας εκπαίδευσης. Τα σεμινάρια αυτά, τις περισσότερες φορές, παρέχονται έναντι ιδιαίτερα υψηλών αμοιβών, οι οποίες δεν καλύπτονται, όπως θα έπρεπε, από το κράτος αλλά τις καλύπτουν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, οδηγώντας τους έτσι σε οικονομική «αφαίμαξη». Μάλιστα, υπάρχουν και περιπτώσεις καθηγητών οι οποίοι δαπανούν «υπέρογκα» ποσά σε μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών και επιμορφώσεις ώστε να διοριστούν σε κάποιο σχολείο και εν τέλει δεν τα καταφέρνουν. Παράλληλα, υπάρχουν και καθηγητές οι οποίοι είναι αναπληρωτές και ελπίζουν στον μόνιμο διορισμό τους, ο οποίος μπορεί να καθυστερήσει χρόνια ή να μην πραγματοποιηθεί ποτέ.
Την ίδια στιγμή, χιλιάδες απόφοιτοι σχολών που σχετίζονται με την εκπαίδευση είτε εργάζονται σε φροντιστήρια και παρέχουν ιδιαίτερα μαθήματα με πενιχρούς μισθούς και μηδαμινά εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα είτε αναζητούν μεταπτυχιακά σε έναν διαφορετικό επιστημονικό κλάδο προκειμένου να ενταχθούν στην αγορά εργασίας. Αξίζει να σημειωθεί πως υπάρχουν και φοιτητές-φοιτήτριες παιδαγωγικών σχολών, οι οποίοι «αναγκάζονται» να εγκαταλείψουν ή να «απαρνηθούν» τις (παιδαγωγικές) σχολές και να επιλέξουν τμήματα φοίτησης τα οποία θα τους οδηγήσουν σε επαγγέλματα με εργασιακή «ασφάλεια» και «σταθερότητα», εγκαταλείποντας έτσι το όνειρό τους ανεπιστρεπτί.
Ακόμα, καθηγήτριες και καθηγητές έχουν να «αντιμετωπίσουν» και άλλα προβλήματα, κυρίως υποδομής. Δεκάδες είναι τα σχολεία της ελληνικής επικράτειας στα οποία οι σχολικές αίθουσες είναι μικρές σε χωρητικότητα ή δεν επαρκούν σε αριθμό, με αποτέλεσμα ο αριθμός των εκπαιδευομένων σε μία σχολική αίθουσα να υπερβαίνει το επιτρεπόμενο. Το πρόβλημα αυτό «επιλύεται» συνήθως με την κατασκευή προκατασκευασμένων τάξεων, δίχως το κράτος να λαμβάνει υπόψη πρακτικά ζητήματα τα οποία προκύπτουν, όπως η ελλιπής ηχομόνωση και προστασία από τις καιρικές συνθήκες, γεγονός που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο το έργο των εκπαιδευτικών. Παρόλα αυτά, οι εκπαιδευτικοί δηλώνουν το «παρόν» και ασκούν με αμέριστη αφοσίωση και αγάπη το λειτούργημά τους με τα ελάχιστα μέσα που η πολιτεία τούς παρέχει.
Συμπερασματικά, είναι γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί δεν ασκούν επάγγελμα αλλά ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ. Ωστόσο, όπως όλα δείχνουν, η Πολιτεία δεν στηρίζει, όπως θα έπρεπε, τους εκπαιδευτικούς και δυστυχώς δεν τους παρέχει τις ιδανικές εργασιακές συνθήκες οι οποίες τους αρμόζουν.
Φοιτητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών