«Το θυμάμαι σαν τώρα: Οκτώβριος του 2002, στο τότε “Zonars” στη Βουκουρεστίου, ένα απόγευμα Σαββάτου να βρέχει καρέκλες. Βλέπω την Αννα-Μαρία (Παπαχαραλάμπους) καθισμένη σ’ ένα τραπέζι με ένα μπουκάλι ουίσκι πάνω του κι ένα ποτήρι στο χέρι της να χτυπά νευρικά το πόδι της. Επαιζε τότε στους “Ηλίθιους” του Νιλ Σάιμον στο θέατρο Βρετάνια, στο πλευρό του Πέτρου Φιλιππίδη. Φαινόταν ανήσυχη, νόμιζα πως ήταν από τη γνωστή υπερένταση και το άγχος των ηθοποιών πριν την παράσταση, αλλά το μπουκάλι με το ουίσκι μπροστά της με έβαλε σε άλλες σκέψεις. “Τι έγινε, ρε Αννα; Τι έπαθες; Ποιος σε πείραξε;” της λέω μεταξύ σοβαρού και αστείου ανυποψίαστος για όσα θα ακούσω.
Το ξέσπασμά της με ξάφνιασε. Βοήθησε και το ποτό. “Περνάω μια κόλαση, είναι η πιο δύσκολη συνεργασία της ζωής μου. Ο άνθρωπος είναι πότε έτσι πότε αλλιώς, με έχει τρελάνει. Κυκλοθυμικός όσο δεν παίρνει. Τη μία μπαίνει στο καμαρίνι μου και με προσβάλλει ή με βρίζει και την άλλη υμνεί το ταλέντο μου και μου μιλάει για μελλοντικές συνεργασίες. Εγώ με αυτόν στην ίδια σκηνή ξανά; ΠΟΤΕ!» μεταφέρει δημοσιογράφος που έκανε τότε στενή παρέα μαζί της. Κι όντως δεν υπήρξε δεύτερη φορά. Συνέβαιναν άλλωστε και άλλα, πολύ χειρότερα, όπως η ίδια κατήγγειλε επωνύμως πλέον, προχθές, μαζί με την Πηνελόπη Αναστασοπούλου και τη Λένα Δροσάκη, αλλά πού να τα πει και ποιος να τα πιστέψει. Ο Φιλιππίδης ήταν μέχρι σήμερα το ιερό τοτέμ, όλοι έπιναν νερό στο όνομά του – κάποιες και γενναίες δόσεις ουίσκι, αλλά όχι για τους σωστούς λόγους.
Λένε πως η καριέρα είναι σαν τους δρόμους, αυτό που μετράει δεν είναι η καλοστρωμένη άσφαλτος, αλλά οι στροφές που πρέπει να πάρεις, η κλίση που πρέπει να υπολογίσεις, η προσεκτική συμπεριφορά στην οδήγηση για να φτάσεις κάποια μέρα στον σωστό προορισμό, γιατί πολλές φορές το τέλος δεν είναι… happy end. Στην περίπτωση του Πέτρου Φιλιππίδη, δεν έφταιξαν οι κακοτράχαλοι δρόμοι, ούτε τα εμπόδια που συνάντησε στο διάβα του. Μόνος του ανέβηκε την κορυφή, μόνος του πήρε και την κουτρουβάλα, σε μια τρελή από αλαζονεία κούρσα, με τα δικά του χέρια να κρατούν το τιμόνι. Αλλωστε στο μεγεθυσμένο εγώ του δεν χωρούσε άλλος. Μπορούσε, βέβαια, να συνυπάρξει με έναν «μεγάλο» του θεάτρου σαν του λόγου του αν και όχι τόσο από γενναιοδωρία, όσο κυρίως από υστεροβουλία, για να εξασφαλίσει την επιτυχία: καλύτερα δύο κράχτες παρά ένας.
«Δεν με αφορά να παίζω σε άδεια πλατεία», συνήθιζε να λέει στις συνεντεύξεις του. Στη διάρκεια της 35χρονης καριέρας του η αλήθεια είναι ότι ελάχιστες φορές χρειάστηκε να βιώσει την ψυχρολουσία να υποκλίνεται σε μια χούφτα θεατές – δεν άντεχε την αποτυχία. Αν για τους περισσότερους ηθοποιούς η αποτυχία μιας παράστασης είναι μάλλον συγκυριακή και οφείλεται σε χίλιες δυο αιτίες που είναι αδύνατον να προβλεφθούν, για τον Πέτρο Φιλιππίδη ήταν συνώνυμη με εφιάλτη. Την ένιωθε σαν απόρριψη από το κοινό, το έπαιρνε προσωπικά, τον τσάκιζε, του παραμόρφωνε το πρόσωπο με συσπάσεις, τον έκανε αγνώριστο και στη συμπεριφορά. Και μόνο η σκέψη τον διέλυε, το άγχος του κάθε φορά το ίδιο βάσανο, τα ξεσπάσματά του το ίδιο προσβλητικά. Ειδικά πριν από τις πρεμιέρες έφτανε στα όρια της παράκρουσης. Λέγεται ότι η αιτία που λιποθύμησε και πήγε εσπευσμένα στο νοσοκομείο το περασμένο καλοκαίρι του 2020, στην παράσταση «Δάφνες και Πικροδάφνες», ήταν η χλιαρή ανταπόκριση του κοινού, ο κόσμος που δεν γέμισε το θέατρο. Ηθελε να είναι όλα και όλοι στην εντέλεια.
Τα νεύρα του τσίτα, ξεσπούσε σε οποιονδήποτε έκρινε ότι έβγαινε εκτός σκηνοθετικής γραμμής, για οτιδήποτε μπορεί να του αποσπούσε την προσοχή ή να του χάλαγε εκείνο που είχε πλάσει στο μυαλό. Παθιασμένος, πηγαίο ταλέντο, με ποικίλες υποκριτικές αποχρώσεις, με ευαίσθητες χορδές στις προσδοκίες του κοινού, ο Φιλιππίδης δεν έφτασε τυχαία στην κορυφή. Διαθέτει αυτή τη στόφα των μεγάλων κωμικών που όσο το κοινό ταυτίζεται μαζί τους, τόσο εκείνοι βρίσκονται στο ψηλότερο βάθρο, πάντα ένα βήμα μπρος – και πιο πάνω. Δεν άφηνε τίποτα στην τύχη, είχε άλλωστε δουλέψει σκληρά για να αφήσει την τύχη του στα χέρια συναδέλφων που χειρίζονταν τη δουλειά τους με πλημμελή σχολαστικότητα. Δεν το επέτρεπε και αυτό πολλές φορές προκαλούσε προστριβές. Είχε άποψη και λόγο για όλους τους ρόλους, τόσο από τη θέση του πρωταγωνιστή όσο και από εκείνη του σκηνοθέτη, γινόταν σκληρός και προσβλητικός, αλλά αυτά συμβαίνουν στις ομαδικές δουλειές, όταν ο leader εκτός από πρώτο βιολί είναι και μαέστρος – και λέγεται Πέτρος Φιλιππίδης. «Θέλω να απαλλαγώ από τη ρετσινιά του ιδιόρρυθμου ανθρώπου και συνεργάτη», είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του. Δεν τα κατάφερε.
Κάποτε στο Μεταξουργείο
«Είχα μια θεατρόφιλη μάνα, και επειδή δεν είχε παρέα να πάει στο θέατρο έπαιρνε εμένα. Πηγαίναμε και στο θέατρο και στο σινεμά συχνά. Με πήγε στο καμαρίνι μια μέρα και γνώρισα τον μεγάλο ηθοποιό, τον Διαμαντόπουλο. Στο σχολείο είχα μια καθηγήτρια που είχε φαγωθεί και μου έλεγε ότι πρέπει να γίνω ηθοποιός. Δεν ήμουν καλός στα μαθήματα, αλλά επειδή μου είπε αυτή τη φράση η καθηγήτρια ασχολήθηκα και έγινα καλός. Λίγο πριν τελειώσω το σχολείο, αποφάσισα να μη δώσω στο πανεπιστήμιο και να γίνω ηθοποιός. Πήγα το ’80 στη σχολή του Κουν, απροετοίμαστος, δεν πέρασα και πήγα στη σχολή Σταυράκου για να μάθω σκηνοθεσία. Μετά από τρία χρόνια, έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό και στου Κουν.
Πέρασα και στις δύο και επέλεξα τη σχολή του Κουν», έχει περιγράψει ο ίδιος την πορεία του προς τα θεατρικά ρετιρέ. Γεννήθηκε σε μια γειτονιά του Μεταξουργείου, στην οδό Σοφοκλέους, την τελευταία μέρα του 1962, λίγο πριν γυρίσει ο χρόνος, ένα μωρό που ήρθε σαν πρωτοχρονιάτικος μποναμάς για τους γονείς του που ήδη είχαν αποκτήσει τον αδερφό του. Επτά ημέρες αργότερα, γεννήθηκε άλλο ένα μωρό στη γειτονιά που εκτός από φίλος ζωής για τον ίδιο θα εξελιχθεί και σε δημοφιλή τραγουδοποιό, ο Χρήστος Θηβαίος. Οι δυο τους θα γίνουν ένα αχώριστο δίδυμο, όπως περιέγραψε πρόσφατα στην εκπομπή «Μουσικό Κουτί» ο Θηβαίος, θα φτιάξουν ακόμα και συγκρότημα στα χρόνια του Δημοτικού – ο Φιλιππίδης ήταν ο ντράμερ και το κοινό τους τα παιδιά της γειτονιάς. Σημείο αναφοράς στη σχέση τους έμελλε να γίνει ο φούρνος στην οδό Αγησιλάου που ανήκε στη μητέρα του Πέτρου Φιλιππίδη, Ευαγγελία Αλεξίου, φίλη της μητέρας του Θηβαίου: «Οταν ζήτησα κιθάρα, ο πατέρας μου μού είπε να πάω να δουλέψω και έτσι εγώ ζήτησα από τον Πέτρο να δουλέψω στον φούρνο τους. Για πέντε μήνες κουβάλαγα γιαούρτια και έφτιαχνα φρατζόλες...». Οι δυο τους τράβηξαν διαφορετικούς καλλιτεχνικούς δρόμους, αλλά εξακολουθούν να παραμένουν στενά συνδεδεμένοι, «αδέλφια» όπως λένε, έχουν άλλωστε ένα σωρό κοινά βιώματα από εκείνα τα αθώα χρόνια στις γειτονιές του Μεταξουργείου.
Εξυπνος, ανήσυχος και πληθωρικός, η καθηγήτρια εκείνη στο σχολείο αποδείχθηκε σοφή και, αντί να ακολουθήσει τα βήματα του γιατρού πατέρα του που θαύμαζε, προτίμησε εκείνα της θεατρόφιλης μητέρας του προς τις μεγάλες σκηνές του κέντρου, που σύντομα θα κατακτούσε ο ίδιος. Από τη θεατρική σχολή του Κουν αποφοίτησε το 1996. Στο μεταξύ είχε πάρει το βάπτισμα του πυρός συμμετέχοντας έστω και ως μέλος του χορού σε σημαντικές παραστάσεις («Ιππείς», «Αχαρνής», «Αγαμέμνων», «Ορνιθες» κ.λπ.), κάτι που για εκείνον τότε ήταν μια μαγική εμπειρία. Η παράσταση, όμως, που έμελλε να γίνει σταθμός για τη ζωή και την καριέρα του ήταν το «Πόθεν Αίσχος» στο θέατρο Παρκ το 1992, εκεί όπου συνάντησε τη γυναίκα που έγινε σύζυγός του κι εκεί όπου τράβηξε την προσοχή των κριτικών και της Δήμητρας Παπαδοπούλου που τότε έγραφε τους «Απαράδεκτους».
Αναζητώντας τη μεγάλη ευκαιρία για να γίνει διάσημος, την προσέγγισε έντονα, ζητώντας έστω μία απλή συμμετοχή στο σίριαλ. Εκείνη του έδωσε ένα guest, τον ρόλο του αστυνομικού που έκανε ιδιαίτερη αίσθηση και του άνοιξε τις πόρτες στην ιδιωτική τηλεόραση που μόλις είχε γεννηθεί. Αγνωστο τι ακριβώς συνέβη μεταξύ τους, για την ιστορία πάντως οι θεατρικοί κύκλοι λένε πως η σχέση του με τη Δήμητρα σήμερα δεν είναι καλή. Είναι νέος και ενθουσιώδης, η υποδοχή του στον χώρο έχει αρχίσει με τους καλύτερος οιωνούς, ψάχνει εναγωνίως την επόμενη ευκαιρία που δεν θα αργήσει να έρθει. Το 1992 πρωταγωνιστεί για πρώτη φορά στη σειρά «Χάι Ροκ», μαζί με τον Τάσο Χαλκιά, στο MEGA. Και γίνεται το μεγάλο μπαμ. Ο Πέτρος Φιλιππίδης χρίζεται το νέο κωμικό ταλέντο της ελληνικής τηλεόρασης. Είναι έτοιμος να πάρει φόρα και να σαρώσει τα πάντα. Και το κάνει. Η δεκαετία του ’90 ξεκίνησε καταπληκτικά, με μια όμορφη γυναίκα δίπλα στο μαξιλάρι του και μια μεγάλη καριέρα να τον καλεί σαν σειρήνα.
Καριέρα και οικογένεια
Την περίοδο που ο Πέτρος Φιλιππίδης έκανε τα πρώτα του βήματα στη θεατρική σκηνή περιμένοντας να αδράξει τη μεγάλη ευκαιρία, σε μια παράλληλη πορεία, η κερκυραϊκής καταγωγής Ελπίδα Νίνου που μεγάλωσε στη γειτονιά του Χατζηκυριάκειου βλέποντας τα καράβια να μπαινοβγαίνουν στο λιμάνι του Πειραιά κάνει όνειρα για τη δική της καριέρα στις καλλιτεχνικές σκηνές – αν και από άλλη θέση. Πάσχα και καλοκαίρια στην Κέρκυρα μαζί με τις τρεις αδελφές, τη μητέρα της κι ενίοτε με τον ναυτικό πατέρα της, όλο τον άλλο χρόνο στον Πειραιά. Στα 18 της ανέβηκε για πρώτη φορά στο κέντρο της Αθήνας ψάχνοντας πληροφορίες για την Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης. Η μητέρα της, κλασική Κερκυραία με μουσικό αυτί και καλλίφωνη, όπως όλοι οι συγγενείς της, τη μύησε από νωρίς στα καλλιτεχνικά δρώμενα και μόλις στα 3,5 χρόνια της τη γράφει μαζί με την αδερφή της σε σχολή μπαλέτου.
Μέχρι τα 18 της θα είναι στην ίδια σχολή του Πειραιά, ο χορός είναι η ζωή της, και τα καλοκαίρια πηγαίνει μαζί με τις δασκάλες της στο Ηρώδειο. Ηξερε ποιος είναι ο Νουρέγεφ όταν οι συμμαθητές δεν ήξεραν καν τι σημαίνει Ηρώδειο, το σώμα της είχε μεταμορφωθεί στο στητό κορμί μιας σωστής μπαλαρίνας, ένας κύκνος σε μια λαϊκή γειτονιά του Πειραιά που ξεχώριζε σαν αξιοθέατο. Ηταν φυσικά δακτυλοδεικτούμενη, το μπούλινγκ καθημερινό μαρτύριο, αλλά σύντομα τα βάσανά της θα τελείωναν. Απέκτησε για πρώτη φορά παρέες την περίοδο που προετοιμαζόταν για εξετάσεις στην Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης. Ο πατέρας της έμεινε μαζί της ένα ολόκληρο καλοκαίρι στον Πειραιά, για υποστήριξη. Τότε ήταν και η πρώτη φορά που του είπε ότι θα βγει έξω βράδυ. Ηταν 18 χρονών. Η ίδια έχει περιγράψει σχετικά με εκείνη την περίοδο που γνώρισε τον Φιλιππίδη στο περιοδικό «People»: «Ο Πέτρος εμφανίστηκε, νεαρός ηθοποιός τότε, όταν δουλεύαμε μαζί στο θέατρο Παρκ. Εγώ χόρευα με τον Φωκά Ευαγγελινό και ήμουν στη φάση που σκεφτόμουν, επιτέλους, να νοικιάσω το δικό μου σπίτι, να φύγω από το πατρικό μου. Είκοσι χρόνια πριν. Με προσέγγισε εκείνος, εγώ στα ντροπαλά μου για ακόμη μία φορά. Ηταν πολύ αυθόρμητος, ό,τι είχε στο κεφάλι του το έλεγε. Και με ασυγκράτητο χιούμορ.
Στο φλερτ δεν έπεσα εύκολα, με κυνήγησε πολύ. Οχι επειδή δεν μου άρεσε, αλλά επειδή εκείνη την περίοδο είχα στοχοπροσήλωση στη δουλειά. Ημουν διστακτική, γνωρίζοντας ότι, αν έμπαινε κάτι δυνατό στη ζωή μου, θα έχανα τον στόχο μου. Ο Πέτρος, όμως, είναι οδοστρωτήρας. Ενέδωσα και ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να συμβεί στη ζωή μου, λόγω του αυθορμητισμού, του ταλέντου και της εξυπνάδας του. Μετά από τρία χρόνια σχέσης, ήρθε ο γάμος. Οι γονείς μου, όταν ήρθε να με πάρει πρώτη φορά από το σπίτι, το μόνο που ρώτησαν ήταν αν είμαι καλά κι ερωτευμένη». Ηταν και καλά και ερωτευμένη. Το 1997, θα έρθει στη ζωή ο μοναχογιός τους Δημήτρης και η Ελπίδα κάνει ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Σταματάει να χορεύει, προηγείται η οικογένεια όσο κι αν την ενοχλεί που όλοι λένε ότι άφησε τη δική της καριέρα για να συνεχίσει απερίσπαστος τη δική του ο άντρας της. «Ο,τι κάνω εγώ είναι προσωπική μου επιλογή. Ενα παιδί δεν μπορεί να μεγαλώσει στον αυτόματο πιλότο. Ηταν σπουδαίο το ότι δημιούργησα οικογένεια. Δεν ένιωσα ότι έκανα βήματα πίσω. Ούτε ο Πέτρος χρειάζεται υποστήριξη ή δεκανίκια. Κι εγώ να μην υπήρχα, την ίδια καριέρα θα έκανε», έχει η ίδια αναφέρει σχετικά. Αν και σταμάτησε την καριέρα της ως χορεύτρια, συνέχιζε να χορογραφεί παραστάσεις και να επιμελείται την κινησιολογία. Και πάντα να είναι βράχος δίπλα στον Πέτρο και τον γιο τους τον Δημήτρη, που ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα του. «Ο γιος μου ξέρει τι πρέπει να κάνει. Είναι ώριμος.
Οταν με ρώτησε τη γνώμη μου για την υποκριτική, του είπα “με κάνεις ευτυχισμένο” και το είπα γιατί ξέρω ότι είναι ταλαντούχος. Τελείωσε τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου και έχω αγωνία να ανοίξουν τα θέατρα για να τον δω να παίζει. Είναι καλλιεργημένο παιδί, αγαπάει τα ζώα και μένει μόνος του από 19 χρόνων. Θα ήθελα να τον δω ευτυχισμένο, να τον δω να παίζει, αλλά και να παίξουμε μαζί. Μου κάνει κριτική, αλλά είναι σωστός και μου λέει και λεπτομέρειες», έχει πει ο μπαμπάς για τον γιο που ακόμα μπορεί να μην έχουν μοιραστεί το ίδιο θεατρικό σανίδι, έχουν συνεργαστεί όμως στο παρελθόν ως συγγραφικό δίδυμο μεταφράζοντας το έργο «Εγκλημα στο Οριεντ Εξπρές» αλλά και το έργο του Μολιέρου «Ο κατά φαντασίαν ασθενής». Λόγια θαυμασμού έχει επιφυλάξει και ο Δημήτρης για τον διάσημο πατέρα του, αναφέροντας ότι, αν και του έλειπε η παρουσία του λόγω δουλειάς, «στο σπίτι είναι πατέρας και καλός οικογενειάρχης.
Είναι πάντα εκεί για μένα, βράχος». Ολα αυτά τα χρόνια, μαζί με την οικογένεια που δημιουργεί, ο Φιλιππίδης χτίζει καριέρα που πάει από το καλό στο καλύτερο. Το σίριαλ «50-50», όπου πρωταγωνιστεί μαζί με τον Σάκη Μπουλά και τον Παύλο Χαϊκάλη, γίνεται μεγάλο τηλεοπτικό χιτ, το ίδιο και όσα ακολούθησαν, «Ο Πέτρος και τα κορίτσια του», ο «Λάκης ο Γλυκούλης» κ.ά. γίνονται τηλεοπτική συνήθεια και ο ίδιος είναι ο αγαπημένος κωμικός του κοινού που τον ακολουθεί πιστά και στο θέατρο από τον «Πλούτο» και τη «Λυσιστράτη» μέχρι τον «Ηλίθιο», τον «Αμερικανικό Βούβαλο», το «Ψέμα στο Ψέμα» και τον «Κατά φαντασίαν ασθενή», ενώ φροντίζει να παίρνει σβάρνα την ελληνική επικράτεια με περιοδείες για να βρίσκεται σε επαφή και με το κοινό της επαρχίας. Είναι από τους πιο καλοπληρωμένους ηθοποιούς. Οχι όμως και από τους πιο δημοφιλείς στη θεατρική πιάτσα, που μοιάζει να έχει δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για τον ίδιο άνθρωπο.
Ο Πέτρος είναι ένας άνθρωπος ταλαντούχος, σε υψηλό επίπεδο ευγενικός και δημιουργικός, οπότε από κει και πέρα στο πλαίσια της συνεργασίας μας και της φιλίας μας ήμασταν άψογοι. Και φυσικά παραμένουμε φίλοι. Και δεν έχω ακούσει να έχει κατηγορηθεί για κάτι επίσημα και επώνυμα από κάποιον», λέει ο ίδιος, μόνο που κάποιες ώρες μετά τη δήλωσή του, έρχονται και οι επώνυμες καταγγελίες στο ΣΕΗ. Αντίστοιχα καλά σχόλια επιφυλάσσει για τον Φιλιππίδη και ο δημοσιογράφος Ιάσων Τριανταφυλλίδης: «Χωρίς να έχουμε κάνει ποτέ ιδιαίτερη παρέα, ως μια απλά επαγγελματική γνωριμία, δεν έχω καταλάβει κάποια σκληρότητα ή κάτι παράξενο στον χαρακτήρα, εκτός ίσως από ένα φοβερό άγχος που τον διακατέχει για τη δουλειά του. Πραγματικό άγχος, που σε κάνει να αισθάνεσαι και να συμπάσχεις μαζί του, που τον οδηγεί ακόμη στις συσπάσεις του προσώπου. Εχει απίστευτη αγωνία για τη δουλειά του πάντα – και για το ταμείο».
Τη φετινή τηλεοπτική σεζόν ο Πέτρος Φιλιππίδης παίζει στο σίριαλ «Χαιρέτα μου τον πλάτανο» στην ΕΡΤ, έχοντας, μεταξύ άλλων, δίπλα του τον Αλέξανδρο Μπουρδούμη, σύζυγο της Λένας Δροσάκη. Το ζευγάρι, μάλιστα, απέκτησε πρόσφατα το πρώτο του παιδί. Ο Φιλιππίδης, ως γνωστόν, για να προλάβει τις αποκαλύψεις που ετοιμάζονταν να κάνουν οι τρεις ηθοποιοί εναντίον του, όπως εδώ και μέρες προαλειφόταν, έστειλε εξώδικο. Η όλη κατάσταση, ωστόσο, του προκάλεσε κρίσεις πανικού. Μέχρι που κατέρρευσε. Οσα καταγγέλθηκαν είναι σοκαριστικά, ακόμα και αν πρόκειται για αδικήματα που έχουν νομικά παραγραφεί, η κοινή γνώμη έχει τους δικούς της νόμους. Σήμερα, όλα εκείνα τα μικρά πράγματα που απολάμβανε στην καθημερινότητά του φαντάζουν πιο πολύτιμα από ποτέ. Οπως ένα φιλί στον γιο του, ένα χάδι στον σκύλο του, το τοπίο με τη θέα στο βουνό στο χωριό της μάνας του, που το βγάζει κάθε φορά τις ίδιες φωτογραφίες. Και πάντα το χέρι της Ελπίδας που, όπως λέει και ο ίδιος, «κρατάει τα μπόσικα, είναι η ηρωίδα μου… Κάτω από τη σκηνή, χρειάζομαι να σβήσω τις μηχανές και να αφήσω το καράβι, μετά από το φουρτουνιασμένο ταξίδι, να μπει ήσυχα στο λιμάνι».
Στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε μια δυναμική συζήτηση για τους νέους και να τους φέρουμε πίσω στην πολιτική.