Γράφει ο Νίκος Βότσιος

Τα τελευταία δύο χρόνια φάνηκαν δύσκολα για τον ΣΥΡΙΖΑ. Η ήττα στις εκλογές δεν ξεπεράστηκε, ενώ λειτούργησε ως σπίθα για εσωκομματικές προστριβές. Τα πολιτικά αιτήματα του λαού μεταστράφηκαν και η στασιμότητα κατέστη ως μόνη λογική κατάληξη. Ο ΣΥΡΙΖΑ που ξεκίνησε ως ένα ριζοσπαστικό κόμμα, κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να αποκτήσει τα πρώτα μη συγκυριακά στηρίγματά του στο χώρου του κέντρου. Το αποτέλεσμα πιστώνεται στη διττή προσέγγιση που εφαρμόστηκε από το δημοψήφισμα και έπειτα.

Ο Αλέξης Τσίπρας ανήλθε στο αξίωμα του πρωθυπουργού μέσω της πολιτικής σχολής του πεζοδρομίου, δηλαδή μέσω του θυμικού, το οποίο όμως δεν είναι σταθερό, ενώ τα κόμματα σταθερά επιζητούν επανεκλογή. Έτσι προσπάθησε να δώσει στο ΣΥΡΙΖΑ την όψη ενός κόμματος συστηματικού, ευρωπαϊκού, το οποίο θα άνηκε στον λεγόμενο προοδευτικό χώρο. Αυτό έφερε αντιδράσεις στα υπάρχοντα στελέχη, αλλά υπήρχε ήδη κενό από την πτώση του ΠΑΣΟΚ και έτσι το κόμμα εμπλουτίστηκε τόσο με νέα στελέχη, όσο και ατζέντα. Με τη σοσιαλδημοκρατία ως οδηγό ξεκίνησε η μεγέθυνση του εκλογικού ακροατηρίου.

Κάποιος όμως πρέπει να κρατάει και τη βάση, η οποία δεν προήλθε από το λεγόμενο μεσαίο χώρο, αλλά από τη σκληροπυρηνική αριστερά. Ο Παύλος Πολάκης μπορεί να αρέσει στους νεαρούς Συριζαίους, αλλά αποξενώνει τους πιο μετριοπαθείς ψηφοφόρους, που με κόπους ετών κατάφερε να προσεγγίσει το κόμμα. Η απάντηση στη συσπείρωση της βάσης βρίσκεται στη νεολαία του κόμματος. Κάθε σκληρή, προκλητική και επιθετική ενέργεια, η οποία θα δυσκολευόταν να υποστηριχτεί στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας, ξεκινά από τη νεολαία.  Στη συνέχεια, στηρίζεται από μέλη του κόμματος‧ ποτέ όμως από τον αρχηγό ή κάποιο άλλο στέλεχος, έτσι ώστε να μην στιγματιστεί το κόμμα. Παρά την ευφυή αυτή στρατηγική μέχρι σήμερα η αξιωματική αντιπολίτευση δυσκολευόταν να βρει έρεισμα στον απλό ψηφοφόρο. Τόσο η οικονομική πολιτική που εφάρμοσε ως κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και σκηνικά όπως το Μάτι ή η Μάνδρα, δεν πείθουν πως θα διαχειριζόταν καλύτερα την πανδημία. Μέχρι που ήρθε το περιστατικό με την αστυνομία στη Νέα Σμύρνη.

Αν το περιστατικό της Νέας Σμύρνης δεν είχε συμβεί, τότε σίγουρα η αριστερά θα έπρεπε να το εφεύρει. Η αστυνομική βία, κατάλοιπο στις συνειδήσεις της γενιάς του Πολυτεχνείου από τα χρόνια της επταετίας και η απαγόρευση κυκλοφορίας, ξύπνησαν μνήμες και στάθηκε ευκαιρία για εκτόνωση. Έτσι, πολίτες με αντικειμενικές δυσκολίες σε ένα σύστημα που χρίζει βελτιώσεων, κατάφεραν να ταυτιστούν με τον νεαρό σεσημασμένο και να ξεχυθούν στους δρόμους σε συγκεντρώσεις με οργανωτές, εν αγνοία των περισσοτέρων, τη νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΜΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Τα γεγονότα που ακολούθησαν τους ανάγκασαν να βγάλουν ανακοίνωση κατά της βίας, αλλά αυτά είναι συνηθισμένα στην πολιτική. Από τη μία καταδικάζεις τη βία για τις ψήφους των κεντρώων και από την άλλη το μισό σου κόμμα ήταν υπεράσπιση στη δίκη της 17Ν. Μάλιστα που και που αφήνεις τα παλιά στελέχη, όπως τον Μάκη Μπαλαούρα, να λένε δίχως δισταγμό πως «Οργανώσεις όπως η 17Ν είχαν ένα ιδεώδες υπέρ του ανθρώπου». Αυτές φυσικά είναι απόψεις που δε «μεγαλώνουν» το κόμμα, αλλά κρατάνε τον παλιό του πυρήνα ζωντανό κόντρα στην «πασοκοποίηση» μαζί με την οποία διατηρούν το κόμμα στο 20-25%.

Κάπως έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ επέστρεψε στο προσκήνιο της επικαιρότητας, όχι μέσα από το Κοινοβούλιο, αλλά όπως την πρώτη φορά, από το πεζοδρόμιο. Όσο κρατάνε οι διαδηλώσεις, θα κρατάει και ο ιός και όσο κρατάει ο ιός, θα συνεχίζει ο εγκλεισμός (για τους υπόλοιπους) και ο οικονομικός μαρασμός. Γιατί όχι και οι συγκρούσεις; Ο ΣΥΡΙΖΑ επέστρεψε, μπορεί να άργησε, αλλά επέστρεψε στο παιχνίδι. Είναι πάντως ακόμα νωρίς για να δούμε αν θα συνεχίσει να έχει το ρόλο του αντιπάλου δέοντος, ένα ρόλο ο οποίος απέβη ιδιαίτερα κερδοφόρος εκλογικά για τη Νέα Δημοκρατία στις εκλογές του Ιουλίου του ’19 ή αν θα καταφέρει να κερδίσει από την κυβερνητική φθορά.

Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα Εστία στις 31/3/2021