Γράφει ο Παναγιώτης Καμπούρης

Αισίως συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια από την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τότε που η μικρή Ελλάδα έκανε το αποφασιστικό βήμα να εγκαταλείψει οριστικά το σκοτεινό παρελθόν της και να ατενίσει το μέλλον με αισιοδοξία. Η ευρωπαϊκή οικογένεια αποτελούσε μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία, ώστε η Ελλάδα να αναγεννηθεί και να αναδειχθεί μέσα σε αυτό το ποικιλόμορφο οικοδόμημα. Και για την Ευρώπη όμως ο γεωγραφικός επεκτατισμός ήταν απαραίτητος για την μετουσίωση της αρχικής ιδέας της συνομοσπονδίας κρατών, που παρά τις ιδιαιτερότητες και τις διαφορές τους θα συνεργαζόντουσαν υπό το πρίσμα της κοινής ευρωπαϊκής κουλτούρας.

Εξ αρχής ο Γάλλος πρόεδρος Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εσταίν θέλησε να χαιρετίσει και να υπογραμμίσει την σπουδαιότητα αυτής της συμφωνίας μεταξύ ΕΟΚ κι Ελλάδας. Η φράση του: «Η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα δεν θα ήταν Ευρώπη (…) η Ευρώπη ξαναβρίσκει την Ευρώπη» έδινε το στίγμα της εποχής. Οι ευρωπαίοι θεωρούσαν την Ελλάδα έναν άξιο και αναγκαίο εταίρο για τη συμπόρευση που αμφότερες οι δύο πλευρές επιθυμούσαν διακαώς. Ωστόσο αυτή η φράση του Ντ’ Εσταίν αμφισβητήθηκε πολλάκις στα σαράντα αυτά χρόνια που μεσολάβησαν τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας.

Την τελευταία δεκαετία, η Ελλάδα βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού αρκετές φορές. Η οικονομική κρίση έγινε η αφορμή να δοκιμαστεί περισσότερο από κάθε άλλη φορά αυτή η σχέση. Με τις αντιπαραθέσεις να είναι έντονες, όσο αυτή η κατάσταση παρέμενε σε εκκρεμότητα, οι επιλογές που επιλέχθηκαν για την σωτηρία της χώρας μας και κατ’ επέκταση της κοινής νομισματικής πολιτικής κατακρίθηκαν εντόνως, επηρεάζοντας ακόμα περισσότερο το ήδη κακό κλίμα ανάμεσα στις δύο πλευρές. Με πιο πρόσφατη αυτή του καλοκαίρι του 2015, οπού το “διαζύγιο” έγινε πιο ορατό από ποτέ, καθώς ο εγωισμός και η κάκιστη στρατηγική της ελληνικής πλευράς έθεσαν σε κίνδυνο αυτό που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Βαλερύ Ζισκάρ ονειρεύτηκαν και έχτισαν τον Μάιο του 1979.

Ωστόσο ακόμα και στην έσχατη στιγμή η λογική επικράτησε και οι ψυχραιμότερες φωνές υπερίσχυσαν των ακραίων. Η Ελλάδα παρέμεινε σε αυτή την οικογένεια, ενισχύοντας πλέον καθημερινά τη φωνή και το λόγο της, ενώ πρωταγωνιστεί μέσα από νέες συμμαχίες και συνεργασίες. Οι κόποι όλων όσων το καλοκαίρι του 2015 λοιδορήθηκαν, επειδή επέμειναν στην παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ανταμείφθηκαν λίγα χρόνια αργότερα. Τι θα ήταν, άλλωστε, η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα και η Ελλάδα χωρίς την Ευρώπη όλα αυτά τα χρόνια; Πώς θα ήταν σήμερα η Ελλάδα αν σαράντα χρόνια πριν δεν εισχωρούσε στην ΕΟΚ; Ποιος εγγυάται τη διατήρηση της σταθερότητας στο Αιγαίο χωρίς την παρουσία της Ευρώπης; Πώς η χώρα μας θα αντιμετώπιζε την υγειονομική κρίση, αν δεν υπήρχε η ευρωπαϊκή συνδρομή είτε μέσα από το ταμείο ανάκαμψης είτε μέσα από τον υλικό εξοπλισμό (self-test,εμβόλια κ.α) για την επιστροφή στη κανονικότητα; Και απεναντίας, τι θα ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση δίχως το πνεύμα και τις αξίες που προάγει ο ελληνικός πολιτισμός; Αλλά και ποιος θα διασφάλιζε τα ευρωπαϊκά σύνορα από την εισβολή που επιχειρήθηκε τον Φεβρουάριο του 2020, αν δεν υπήρχε η Ελλάδα;

Απλοϊκά ερωτήματα που αποτυπώνουν με το παραπάνω την ανάγκη αυτής της συνύπαρξης. Σαράντα χρόνια τώρα οι διαφορές μας είναι πολλές, οι ομοιότητες όμως περισσότερες. Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη και η Ευρώπη στην Ελλάδα. Μία σχέση με εμπόδια, που θα συνεχίσει να υφίσταται όσο οι δύο πλευρές κατανοούν την αξία αυτής της συνεργασίας.